Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ο ζωγράφος που ανέδειξε την ελληνικότητα και την λαϊκή μας παράδοσηΔημοσιεύτηκε Στις


Της Μαρίνας Μπαμπαλιάρη

Μια σημαντική μορφή ,ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ο Θεόφιλος ,ο ‘Ελληνας ζωγράφος, που αναδείχθηκε και έγινε γνωστός επειδή κάποιοι διέκριναν το ταλέντο του και πίστεψαν σ’αυτόν, όπως και αυτός πίστεψε στη Ελλάδα. Ο Θεόφιλος όχι απλά πίστεψε στην Ελλάδα, αλλά ανέδειξε και ύμνησε την ελληνικότητα και την λαϊκή μας παράδοση.

Ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος όταν είδε έργα του μαγεύτηκε και μίλησε με ενθουσιασμό για τον Θεόφιλο και το έργο του στον Στρατή Ελευθεριάδη που ήταν από τη Μυτιλήνη και ήταν πολύ γνωστός τεχνοκριτικός στο Παρίσι, με το γαλλικό όνομα Τεριάν. Ο Ελευθεριάδης ουσιαστικά είναι ο άνθρωπος που “ επέβαλλε ” τον Θεόφιλο και τον έκανε γνωστό, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Του αγοράζει πινέλα, χρώματα και πανιά και ζητά από τον πατέρα του να του στέλνει στο Παρίσι όσα έργα ζωγραφίζει ο Θεόφιλος . Τότε ο Θεόφιλος γνωρίζοντας ότι απευθύνεται σε ένα άλλο κοινό, αλλάζει κάπως τα θέματα  και τα χρώματα, τα οποία γίνονται πιο ζεστά και πιο απαλά. Τι κρίμα που δεν θα προλάβει να ζήσει και να χαρεί την επιτυχία του.  Ο φτωχός φουστανελάς φεύγει ταλαιπωρημένος, από ανακοπή καρδιάς στο άθλιο καμαράκι του, στις 24 Μαρτίου το 1934, έχοντας στο μυαλό του εικόνες από την παράξενη ζωή του.

‘Εζησε όπως εκείνος ήθελε, “κουβαλούσε τα πινέλα του στο σελάχι του”, θα πει ο Σεφέρης “εκεί που οι πρόγονοί του έβαζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους”. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε για να βγάλει το ψωμί του. Βαρέθηκε να φορά ευρωπαϊκά ρούχα και επέστρεψε στην φουστανέλα που τόσο όμορφα ανέδειξε άλλωστε μέσα από τα έργα του. Δούλεψε στη Σμύρνη το κέντρο της Μικράς Ασίας. Eικόνες από την αρχαιότητα,το Βυζάντιο,τη νεότερη Ελλάδα ξαναζωντανεύουν στο μυαλό του και εκεί αρχίζει να ζωγραφίζει.  Υμνεί την Ελλάδα,την ιστορία της, την παράδοση. Ζωγραφίζει σκηνές από την Ελληνική Επανάσταση του ’21, αρχαίους θεούς, τοπία,την καθημερινότητα των Ελλήνων. “Ο πολιτισμός βελτιώνει και εξελίσσει τους ανθρώπους”, θα πει ο Σεφέρης στην ομιλία του στην Αλεξάνδρεια το 1943 που ήταν αφιερωμένη στο στρατηγό Μακρυγιάννη,«Θυμούμαι πάντα τον Θεόφιλο, όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη», λαϊκή παιδεία δεν είναι μόνο να διδάξουμε το λαό, αλλά και να διδαχτούμε από τον λαό».

Το 1935 ένα χρόνο μετά το θάνατό του οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ γράφει σε άρθρο του για τον Θεόφιλο «…Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….»

Τον Ιούνιο του 1961 ο Θεόφιλος περνά τις πύλες του Λούβρου για μία μεγάλη αναδρομική έκθεση.

Ο Τάσος Σκοπελίτης θα γράψει πως «Mπαίνοντας στο μουσείο του Θεόφιλου», ο Tσαρούχης του είπε, «όταν κρεμάστηκαν όλα του τα έργα, για μία στιγμή σκέφτηκα τη ζωή του, την πίκρα να μη σε καταλαβαίνουν, τη φτώχεια, την πείνα, την απλυσιά. ”’Ομως, άμα είδα τα έργα του κατάλαβα ότι έζησε σ’ ένα ακατάπαυστο πνευματικό πανηγύρι και τα βάσανα της ζωής είναι τίποτα, είναι πενταροδεκάρες γι’ αυτόν που έζησε αληθινά και μπόρεσε να καταλάβει το μεγαλείο της ζωής. Οι ειρωνείες του κόσμου, οι κλεψιές των εμπόρων και των φιλότεχνων, η κάθε είδους αδικία εξαφανίζονται μπροστά στην υπέρτατη δικαιοσύνη “.

Ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφει τον Θεόφιλο και διηγείται την ιστορία του καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο: 

“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού σπασαν ένα δυο κόκαλα.

Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.

Θυμούμαι πάντα το Θεόφιλο όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη. Σας έλεγα πως ο Μακρυγιάννης είναι από τις πιο μορφωμένες ψυχές του νέου ελληνισμού, το ίδιο πιστεύω και για το Θεόφιλο, αν η λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματική μορφή. Κι αυτή η μόρφωσή τους είναι εξαιρετικά έντονη και δραστήρια. Είναι καταπληκτική η έμφυτη ανάγκη που έχουν να εκφραστούν. Εκμηδενίζει όλες τις δυσκολίες. Θυμάται κανείς κάτι πεισματάρικα φυτά, που όταν πιάσει η ρίζα τους, προχωρούν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ο Μακρυγιάννης δημιουργεί έκφραση σε κάθε του ώρα. Και με πετραδάκια της θάλασσας (Β΄ 351) ακόμη κάθεται και γράφει την ιδέα του στο χώμα του περιβολιού του, και συμπληρώνει τη σκέψη της μέρας με τα όνειρα που βλέπει στον ύπνο του”.

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία.

Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο, του Κίτσου Μακρή.

Ο Αχμάκης, του Βαγγέλη Παππά

Φωτογραφία εξώφυλλου “η χωροφυλακή της νήσου Σάμου” dimosvolos.gr Theofilos Museum

Ταινία “Θεόφιλος” Σενάριο-Σκηνοθεσία: Λάκης Παπαστάθης