Της Μαρίνας Μπαμπαλιάρη
Στην πλούσια σε γεγονότα και μακρόχρονη Ελληνική Ιστορία, υπάρχουν δυστυχώς και ορισμένες μελανές σελίδες, που επισκιάζουν την κατά τα άλλα ένδοξη παράδοση της χώρας μας, με τα επιτεύγματα και τους αγώνες για την υπεράσπιση και των Εθνικών Δικαίων αλλά και σημαντικών αρχών παγκόσμιας εμβέλειας, όπως η Ελευθερία και η Δημοκρατία.
Μια από αυτές τις μελανές σελίδες είναι και η σύλληψη, φυλάκιση και δίκη του στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που έφυγε σαν σήμερα 4 Φεβρουαρίου του 1843 στην Αθήνα , του στρατιωτικού ηγέτη και ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Θύμα των εγχώριων παθών και των απροσχημάτιστων παρεμβάσεων ξένων δυνάμεων, ο Κολοκοτρώνης που συνέβαλε τα μέγιστα στον Αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας από τον Οθωμανικό ζυγό θα υποστεί την ταπείνωση και την πίκρα που επέβαλαν οι ίντριγκες και οι ξένοι παράγοντες, οι οποίοι δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να δουν την Ελλάδα να ισχυροποιείται και να ξαναζεί κατά αναλογία την δόξα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την απελευθέρωσή της.
Η ενηλικίωση του ‘Οθωνα -τον οποίο επέβαλαν στη χώρα οι ξένες δυνάμεις– θα γινόταν τον Μάιο του 1835, ως τότε λοιπόν τα βασιλικά καθήκοντα ασκούσε μια πενταμελής επιτροπή-η αντιβασιλεία– η οποία αποτελούνταν από τον κόμη Αρμανσμπέργκ τον καθηγητή Μάουερ τον υποστράτηγο Χάιντεκ και μέλη τους ‘Αμπελ και Γκρένερ και είχε την πληρεξουσιότητα να ασκεί πλήρως την εξουσία.
Οι λεγόμενες “προστάτιδες δυνάμεις” ήθελαν με κάθε τρόπο να εδραιώσουν την επιρροή τους στην Ελλάδα, πρωτοπόρος ήταν η Αγγλία, η οποία ήθελε να εξαφανίσει την Ρωσική και τη Γαλλική επιρροή. Για την επίτευξη των στόχων της χρησιμοποιούσε τον κόμη Αρμανσμπέργκ. Αντίστοιχα η Γαλλία χρησιμοποιούσε τους Μάουερ και ‘Αμπελ ενώ η Ρωσία τον Χάιντεκ.
Ωστόσο η Αγγλία γνώριζε ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική στις κινήσεις της, ώστε να μην συσπειρώσει τις άλλες δύο δυνάμεις Γαλλία και Ρωσία εναντίον της. ‘Ετσι συμμάχησε πρόσκαιρα με τη Γαλλική προκειμένου να εξαφανίσει τη Ρωσική η οποία ήταν και η πιο δύσκολη και ισχυρή, καθώς την εκπροσωπούσαν οι δυναμικότεροι ‘Ελληνες στρατιωτικοί ηγέτες, με επικεφαλής τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Τότε εξυφάνθει μια από τις μεγαλύτερες μηχανορραφίες της ελληνικής ιστορίας της οποίας τα νήματα κινούσαν άλλοτε οι αντιβασιλείς, άλλοτε οι πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων και άλλοτε όσοι βρισκόταν πίσω από αυτούς, και που οδήγησε στην φυλάκιση και την δίκη του στρατηγού και στρατιωτικού ηγέτη της Ελλάδας Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Τον Απρίλιο του 1833 η αντιβασιλεία όρισε το υπουργικό συμβούλιο το οποίο αποτελούνταν από τον Σπ.Τρικούπη τον Αλ. Μαυροκορδάτο τον Ι.Κωλέτη τον Γ.Ψύλλα και τον Γ.Πραϊδη με φανερή την υπεροχή της Αγγλικής επιρροής στη σύνθεσή του, αλλά και της ανύπαρκτης ρωσικής καθώς το ρωσικό κόμμα δεν εκπροσωπήθηκε από κανένα εκπρόσωπο, διότι αποκλείστηκαν όλοι οι ισχυροί άνδρες του καποδιστριακού κόμματος και δεν δόθηκε – αν είναι δυνατόν- στον Κολοκοτρώνη η αρχιστρατηγία. Αποκλείστηκαν επίσης από τιμητικά αξιώματα οι Κίτσος Τζαβέλας και Θεόδωρος Γρίβας.
‘Ετσι όλη η δύναμη συγκεντρώθηκε στην αντιβασιλεία, καθώς όλες οι άλλες δυνάμεις αποτελούσαν απειλή για την εξουσία. Τα κόμματα συχνά κατέφευγαν στην αντιβασιλεία για να ρυθμίζουν τις επιδιώξεις τους και έτσι της έδιναν πάτημα να επεμβαίνει στις ελληνικές υποθέσεις, ενώ φρόντιζε εντέχνως να μην υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη και την επιβίωσή τους.
Το Φεβρουάριο του 1833 ο Κολοκοτρώνης έστειλε επιστολή στον υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας εκφράζοντας την ανησυχία του για την εκκλησιαστική πολιτική της αντιβασιλείας.
Την ίδια περίοδο ¨οι Ναπαίοι” το ρωσικό κόμμα κυκλοφορούσε προς υπογραφή ένα κείμενο απευθυνόμενο προς τον Τσάρο με το οποίο ζητούσε να αναλάβει καθήκοντα άμεσα ο ‘Οθωνας και βέβαια την ανάκληση της αντιβασιλείας.
Αυτές οι δύο ενέργειες αποτέλεσαν την ” αιτία” της ” συνωμοσίας “ και μερικές εβδομάδες αργότερα διατάχθει η σύλληψη των ρωσόφρονων οπλαρχηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Φρατζή, Κίτσου Τζαβέλλα, Γενναίου Κολοκοτρώνη, Σπυρομήλιου, Γρίβα και άλλων στρατιωτικών που ήταν γνωστοί για την αφοσίωσή τους στο καποδιστριακό κόμμα και τον Κολοκοτρώνη. Η διαταγή σύλληψης είχε υπογραφεί μόνο από τους αντιβασιλείς Μάουερ και ‘Αμπελ. Ο Μαυροκορδάτος εκπρόσωπος του Αγγλικού κόμματος ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών και Ναυτιλίας.
Οι συλλήψεις έγιναν με απόλυτη μυστικότητα χωρίς να γνωστοποιηθούν στο υπουργικό συμβούλιο και τους περισσότερους από αυτούς τους έφεραν αλυσοδεμένους και τους περιέφεραν στους δρόμους του Ναυπλίου για να τους διαπομπεύσουν, ενώ τους φυλάκισαν είτε στο Ιτς Καλέ είτε στο Μπούρτζι.
Η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου του 1834 στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου και ολοκληρώθηκε στις 26 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Στην εισαγγελική έδρα ήταν ο Σκωτσέζος Μάσσον “φιλέλλην” και θερμός υπερασπιστής του δολοφόνου του Καποδίστρια,Γεωργίου Μαυρομιχάλη τον οποίο υπερασπίστηκε με πάθος, ενώ με αντίστοιχο μένος τάχθηκε εναντίον του Κολοκοτρώνη, θεωρώντας πως έχει ιδιαίτερα δικαιώματα, όπως το να κρίνει επί της ζωής των επιφανέστερων ανδρών αυτής της χώρας.
Από το στάδιο της προανάκρισης και μόνο φάνηκε ότι η δίκη ήταν κατασκευασμένη με ψευδομάρτυρες και ο ίδιος παρουσιάστηκε από την αρχή απόλυτα πεπεισμένος για την ” ενοχή του γέρου του Μοριά “.
Οι κατηγορίες δεινές, βαρύτατες ” επί εσχάτη προδοσία “ καμία όμως από αυτές δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί παρουσιάστηκαν με στολή απλή καπετάνιου, χωρίς παράσημα. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο και όταν ο Γέρος ρωτήθηκε “τι επάγγελμα έχεις;” Εκείνος έδωσε την ιστορική απάντηση “Στρατιωτικός, κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το τουφέκι και πολεμάω για την πατρίδα” ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του μεγάλου στρατηγού.
Επί είκοσι ημέρες κατά τη διάρκεια του δικαστηρίου παρέλασαν 44 ψευδομάρτυρες κατηγορίας και δυστυχώς βγήκαν όλα τα κομματικά πάθη που συγκλόνιζαν την Ελλάδα που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να θεμελιώσει την ανεξαρτησία της. Επίσης φάνηκε ξεκάθαρα ο ρόλος των ξένων δυνάμεων που προσπαθούσαν να αντλήσουν εξουσία και να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους σε ξένη χώρα, για την ανεξαρτησία της οποίας, άλλοι είχαν πολεμήσει και είχαν δώσει την ψυχή τους και τη ζωή τους και τώρα αυτοί κυνικά και με θράσος τους είχαν καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Μπήκε ο πρόεδρος Πολυζωίδης στην αίθουσα και ανέλυσε το κατηγορητήριο στους στρατηγούς ως εξής –παρακίνησαν το λαό σε εμφύλιο –παρακίνησαν σε ληστεία διάφορους αρχιληστάς με σκοπό την συνομωσίαν και τον εμφύλιον πόλεμο –συνέταξαν αναφορά ζητώντας την επέμβαση ξένης δύναμης(της Ρωσίας) κατά της αντιβασιλέιας – και συνέδραμαν τον κόντε Δ. Ρώμα στο σχέδιο περί καταργήσεως των δύο μελών της αντιβασιλείας.
Αμέσως μετά ξεκινά η απολογία του Κολοκοτρώνη ο οποίος σηκώθηκε και προχώρησε αγέρωχος προς τους δικαστές. Μπροστά τους στέκεται ολόκληρο το ’21, η ελληνική επανάσταση προσωποποιημένη. Φέρνουν το Ευαγγέλιο και ο Κολοκοτρώνης απλώνει το χέρι του” Ορκίζομαι” “ονομάζομαι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από το Λιμποβίσι Καρύταινας, είμαι στρατιωτικός, κράταγα επί 49 χρόνια το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ’αδέλφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου …..να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και δεν θα την έπαιρνε πίσω”.
Αφού έγιναν και οι άλλες απολογίες του Πλαπούτα και των άλλων στρατηγών και εξετάστηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, ο Μάσσον έκανε την αγόρευσή του με μεγάλο πάθος λέγοντας πως “Επιμένω εις την κατηγορία και με τα νύχια και τα δόντια θα την υποστηρίξω. Διακηρύττω λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους και απαιτώ τον θάνατό τους”.
Οι δύο συνήγοροι υπεράσπισης Π.Βαλσαμάκης (ρωσόφιλος, διορισμένος από τον Καποδίστρια ως επιθεωρητής των εισαγγελέων, αλλά είχε παυτεί από την αντιβασιλεία) του Κολοκοτρώνη και Χ.Κλωνάρης ( αγγλόφιλος ,ο οποίος ήταν φανατικός αντικαποδιστριακός, αλλά το αίσθημα της δικαιοσύνης και της υπεράσπισης της αλήθειας,τον έκαναν να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων) του Πλαπούτα, κατάφεραν με τις σπουδαίες ετυμηγορίες τους να ανατρέψουν όλα τα επιχειρήματα του επιτρόπου Μάσσον ,να είναι όλοι βέβαιοι για την αθωότητα των στρατηγών και να αποδείξουν “το πλαστόν και ψευδές της υποθέσεως”.
Τώρα αρχίζει η πιο δραματική φάση της δίκης, όπου ο Μάσσον αιφνιδιαστικά αρνείται να απαντήσει στους συνηγόρους υπεράσπισης με την γελοία εξήγηση, ότι δεν μπορεί να χάνει τον καιρό του και ο πρόεδρος Πολυζωίδης βγαίνει μπροστά λέγοντας του, ότι χρωστά μια απάντηση και έτσι αρχίζει η ιστορική μάχη του Πολυζωίδη με τον Μάσσον και τον Μάουερ που θα τον καταστήσει σύμβολο της ελληνικής δικαιοσύνης . Οι Μάσσον και Μάουερ προσπάθησαν να εξαγοράσουν τους δύο δικαστές Πολυζωίδη και Τερτσέτη, όπως έκαναν και με τους άλλους τρεις, εις μάτην , αργότερα τους απείλησαν ότι αν δεν συμμορφωνόταν με την ήδη ειλημμένη απόφαση τους, για καταδίκη των στρατηγών Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα είς θάνατο, θα καταδιώκονταν και τα μέλη του δικαστηρίου που αρνούνταν να συμμορφωθούν.
Πολυζωίδης Αθήνα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Η ζωή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα είχε κριθεί τελεσίδικα. Στην αίθουσα του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν σκηνές συγκλονιστικές με τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη να δίνουν τη μάχη ακόμη και την ύστατη στιγμή και τον Τερτσέτη με δραματική έξαρση να δηλώνει πως, ” Ναι έκλαυσα ενώπιον των τριών. Ναι σχεδόν εγονάτισα φιλώντας τα χέρια των τριών“. ‘Ομως τα δάκρυα του Τερτσέτη δεν επηρέασαν τους τρεις εξαγορασμένους δικαστές.
Τερτσέτης. Βιβλιοθήκη της Βουλής
Οι δύο δικαστές Πολυζωίδης και Τερτσέτης αρνούνται να υπογράψουν την απόφαση λέγοντας “όποιαι και αν είναι αι συνέπειαι δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος” “εν ονόματι της δικαιοσύνης δεν υπογράφω, προτιμώ να μου κόψουν το χέρι αλλά δεν υπογράφω”. Τότε οι χωροφύλακες δια της βίας χτυπώντας τους και σκίζοντας τους τα ρούχα, τους ανέβασαν στην έδρα για να ανακοινώσουν την απόφαση,τότε ο Τερτσέτης φώναξε “το σώμα μου μπορείτε να το κάμετε ότι θέλετε το στοχασμό μου όμως και τη συνείδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε“, μια σκηνή ασύλληπτη μοναδική, έχει βραδιάσει πια και οι χωροφύλακες φέρνουν από τη φυλακή τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα οι οποίοι μόλις αντικρίζουν το θέαμα μέσα στην αίθουσα, καταλαβαίνουν την δραματική απόφαση που έχει παρθεί.
Ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι του και κλείνει τα μάτια του με το χέρι του σε στάση οδύνης και ντροπής για όσα διαδραματίζονται. Ο Κολοκοτρώνης ακούει την καταδικαστική απόφαση ” ο Δ.Πλαπούτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας” ψύχραιμος, παίζοντας τις χάντρες του κομπολογιού του, ενώ στο τέλος έκανε τον σταυρό του λέγοντας “Κύριε ελέησον, Μνήστητι μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία σου”. ‘Υστερα πήρε από την ταμπακιέρα του λίγο καπνό, τον ρούφηξε και είπε στους δικηγόρους του ” αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα, ούτε τώρα τον φοβάμαι “,τότε ακούστηκε από την αίθουσα “άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ” και ο Κολοκοτρώνης τους απάντησε , γι’ αυτό λυπάστε! Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα παρά δίκαια”.
Ο Πλαπούτας είχε ταραχθεί και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του καθώς σκεφτόταν τα οχτώ ορφανά ανήλικα που θα άφηνε πίσω του και τότε ο Κολοκοτρώνης τον παρηγόρησε και του είπε ” Ξάδελφε εσύ δεν φοβήθηκες τους Τούρκους, τώρα κλαίς ; Τ’ όνειρό μας ήταν να ελευθερώσουμε την πατρίδα. Μην λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάζουν”.
Δημήτριος Πλαπούτας
‘Οταν τους οδήγησαν στο Ιτς Καλέ αλυσοδεμένους ο Κολοκοτρώνης έβγαλε το δαχτυλίδι του το έδωσε στο δεσμοφύλακα και του είπε “Δώστο στο μικρό μου γιο τον Κολίνο και πες του να με θυμάται”.
Δυστυχώς, η απόφαση του δικαστηρίου έγινε δεκτή χωρίς την έκρηξη της λαϊκής οργής που θα περίμενε κανείς. ‘Ενα φαινόμενο το οποίο πραγματικά είναι άξιο προσοχής και επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αφού λογικά με δεδομένα τα όσα προσέφερε ο Κολοκοτρώνης για την απελευθέρωση της πατρίδας μας θα έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον εντονότατη λαϊκή αντίδραση και διαμαρτυρία. Και τότε κανείς δεν αντέδρασε…..
Με πληροφορίες από τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη -Διήγησις Συμβάντων Ελληνικής Φυλής , Ιστορία του Ελληνικού ‘Εθνους εκδοτική Αθηνών 1977, ΓΕΣ βιβλίο ταξίαρχου Γ.Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα», Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα .