Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Σε μία αποκαλυπτική συνέντευξη του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, λίγο πριν την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα στην Άγκυρα και την συνάντηση του με τον Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, ο Πρέσβης της Τουρκίας στην Αθήνα κύριος Μπουράκ Οζούγκερντιν , αφήνει να εννοηθεί εμμέσως πλην σαφώς, ότι ο Τούρκος Πρόεδρος μπορεί να προτείνει στον Έλληνα Πρωθυπουργό την παραπομπή των προβλημάτων που υπάρχουν στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Διεθνές Δικαστήριο ή σε άλλους μηχανισμούς που όμως προβλέπονται από τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Σε σχετικές ερωτήσεις ο πρέσβης της Τουρκίας, απαντά σημειώνοντας πρώτα ότι « Φαίνεται να υπάρχει η πεποίθηση στην Αθήνα ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί την προσφυγή στο Διεθνές Δίκαιο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων με την Ελλάδα. Τίποτε δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Πάντα λέμε ότι είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε οποιονδήποτε από τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών που παρουσιάζει το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών , την διαπραγμάτευση , τη διαιτησία,την προσφυγή στη Δικαιοσύνη κλπ. Σας εκπλήσσει αυτό…» ενώ σε άλλο σημείο υπογραμμίζει ότι «….ο καλύτερος τρόπος για να αφήσουμε πίσω μας αυτές τις ανησυχίες είναι να καθίσουμε να μιλήσουμε και να λύσουμε ότι μπορούμε άμεσα και να συμφωνήσουμε να αφήσουμε το Διεθνές Δίκαιο να κανονίσει τα υπόλοιπα….».
Το ζήτημα βέβαια της παραπομπής των προβλημάτων που συνιστούν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι καινούργιο. Έχει εξετασθεί από όλες τις Ελληνικές Κυβερνήσεις από το 1974 και μετά και περιλαμβάνεται και σε Ευρωπαϊκά κείμενα, όπως τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι το 1999. Προσέκρουε όμως πάντα στην άρνηση της Τουρκίας να αποδεχθεί αυτή τη διαδικασία διότι δεν αποδεχόταν την ελληνική άποψη, ότι η προσφυγή θα αφορά το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και τίποτε άλλο, ενώ η Τουρκία ήθελε να συμπεριληφθούν και άλλα θέματα όπως για παράδειγμα το ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, και του εύρους του Ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου, θέματα που η Ελλάδα δεν μπορούσε να δεχτεί.
Και τούτο γιατί το θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων, δημιουργήθηκε από την Τουρκία η οποία με την γνωστή θέση της περί «casus belli» αρνείται στην Ελλάδα το δικαίωμα που της παρέχει το Διεθνές Δίκαιο για επέκταση των χωρικών υδάτων της ως τα 12 ναυτικά μίλια, ενώ το θέμα του εναερίου χώρου προκύπτει από τις σκόπιμες Τουρκικές παραβάσεις των κανόνων του F.I.R Αθηνών, για την διαχείριση του οποίου υπεύθυνη είναι, με βάση τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις για την διεθνή αεροπλοΐα , η Αθήνα .
Η προσεκτική ανάγνωση των απαντήσεων του Τούρκου πρέσβη οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ο κ. Ερντογάν προσανατολίζεται στο να προτείνει στον Έλληνα Πρωθυπουργό ένα σύνθετο σύστημα αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών διαφορών που να περιλαμβάνει και νέες συνομιλίες και παραπομπή στα προβλεπόμενα από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ διεθνή διαιτητικά όργανα.
Το πρώτο ερώτημα που συνδέεται με το ενδεχόμενο μιας τέτοιας πρότασης είναι, αν αυτή θα έχει προοδευτικό χαρακτήρα , αν δηλαδή θα προβλέπει πρώτα ένα νέο γύρο διαπραγματεύσεων, και αν δεν υπάρξει αποτέλεσμα τότε προσφυγή σε διεθνές διαιτητικό όργανο συμπεριλαμβανομένου και του Διεθνούς Δικαστηρίου ( η έννοια της Προοδευτικότητας υπάρχει και στη Γενική Πράξη για την επίλυση των Διεθνών Διαφορών του 1928, και στην σχετική παράγραφο 4 των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι το 1999, ενώ το σχετικό άρθρο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών αναφέρει διαζευκτικά ή διαπραγμάτευση ή διαιτησία ή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο) ή θα αναφέρεται στην αντιμετώπιση ορισμένων θεμάτων με διαπραγμάτευση και στην παραπομπή άλλων σε διεθνές διαιτητικό όργανο.
Το δεύτερον ερώτημα αφορά , στα θέματα που θα είναι προς συζήτηση. Η Τουρκία όπως προκύπτει από τις κατά καιρούς δηλώσεις και του ιδίου του Τούρκου Προέδρου και άλλων αξιωματούχων, θεωρεί ότι οι Ελληνοτουρκικές διαφορές δεν περιορίζονται μόνο στα θέματα που άπτονται του Δικαίου της θάλασσας, αλλά εκτείνονται και στα θέματα που αφορούν την Μουσουλμανική μειονότητα κυρίως στη Θράκη και όχι μόνο, άποψη που όμως δεν θα έπρεπε να αποδεχτεί η Ελλάδα.