Της Μαρίνας Μπαμπαλιάρη
Υπάρχει μια σχεδόν άγνωστη για τους περισσότερους στιγμή στη ζωή του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, η οποία έχει μια πολύ σημαντική εθνική,πολιτική αλλά και ανθρωπιστική διάσταση. ‘Ηταν τον Μάιο του 1919 όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον είχε διορίζει Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Πρόνοιας και Περιθάλψεως, με ειδική αποστολή τον επαναπατρισμό 150.000 Ελλήνων του Καυκάσου, που ήταν υπό διωγμό από τους Μπολσεβίκους.
Η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε αρχικά καλύτερη λύση την επιστροφή των Καρσιωτών (με καταγωγή από το Καρς) στο μικρασιατικό Πόντο. Αυτό όμως ήταν πλεόν αδύνατο λόγω της επικράτησης των κεμαλικών οι οποίοι τον Μάιο του 1919 αποβιβάστηκαν στη Σαμψούντα και έθεσαν σε εφαρμογή την τελική πράξη της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. Η παραμονή των Καρσιωτών στον τόπο τους ήταν επίσης αδύνατη καθώς ένοπλες τουρκικές ομάδες είχαν εγκατασταθεί στα αρμενικά εδάφη και οι σφαγές των χριστιανικών πληθυσμών ήταν πλέον καθημερινές.
Λίγο πριν την είσοδο των Τούρκων, οι Καρσιώτες κατάφεραν να διαφύγουν στο Βατούμ, λιμάνι της Γεωργίας. Μαζί τους πορεύτηκαν και πρόσφυγες από άλλες ελληνικές εστίες της περιοχής, που είχαν συρρεύσει στο Καρς.
Ο Νίκος Καζαντζάκης θα βρεθεί στο Βατούμ στον Πόντο και θα διασώσει τους 150.000 Έλληνες, τους οποίους θα μεταφέρει με πλοία στη Μακεδονία και την Θράκη.
Οι συνθήκες τότε ήταν εξαιρετικά δύσκολες καθώς η σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση Βενιζελικών και Βασιλικών είχε λάβει χαρακτήρα σχεδόν εμφυλίου πολέμου και μονοπωλούσε το ενδιαφέρον της αστικής και πολιτικής ζωής της Ελλάδας, έχοντας ως αποτέλεσμα η τύχη των Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου να βρεθεί δυστυχώς σε δεύτερη μοίρα, ενώ οι Τούρκοι με απάνθρωπες μεθόδους και με την άμεση ή έμμεση υποστήριξη των συμμάχων τους, αφάνιζαν κάθε τι ελληνικό από τις αρχαίες πατρίδες του.
Το τηλεγράφημα του υπουργού Εξωτερικών Ν. Πολίτη προς τη Γενική Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως του 1919, μαρτυρά την δυσκολία της κατάστασης και αποδεικνύει πως ο Νίκος Καζαντζάκης κατάφερε σχεδόν το ακατόρθωτο. «Παρακαλώ ειδοποιήσατε τας συμμαχικάς Αρχάς: Ενταύθα ουδέν πλέον μέσον στεγασμού έχομεν. Εξάλλου επισιτισμός ανεπαρκής. Κατά συνέπειαν θα αναγκασθώμεν να απαγορεύσωμεν άφιξιν παντός ξένου εκ Ρωσίας πρόσφυγος. Καθ’ όσον αφορά ημετέρους στερούμεθα πλοίων, αφ’ ετέρου δεν δυνάμεθα δεχθώμεν πολλούς».
Παρά ταύτα χάρη στις εμπνευσμένες εκθέσεις του Καζαντζάκη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε αποστολή για μια επιτόπου περίθαλψη των Ποντίων, προκειμένου να γλιτώσουν από το θάνατο την πείνα και τις κακουχίες. Έτσι, τον Ιούλιο του 1919 η κυβέρνηση του ενέκρινε πίστωση 20.000.000 δρχ. για την περίθαλψη και τη βαθμιαία παλιννόστηση των προσφύγων. Η διαχείριση των χρημάτων ανατέθηκε στην ειδική Επιτροπή του Υπουργείου Περιθάλψεως, που είχε γενικό διευθυντή τον Νίκο Καζαντζάκη ο οποίος με τους συνεργάτες του, Ηρακλή Πολεμαρχάκη, Γ. Κωνστανταράκη, Γ. Αγγελάκη, Ι. Ζερβό, Δ. Ελευθεριάδη, τον Γιώργη Ζορμπά και τον εκπρόσωπο του υπουργείου Γιάννη Σταυριδάκη ανέλαβαν το εξαιρετικά δύσκολο έργο για την εποχή , του επαναπατρισμού των 150.000 Ελλήνων του Πόντου και της ασφαλούς εγκατάστασής τους στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Πρόσφυγες ‘Ελληνες του Πόντου από τον Καύκασο στη Θεσσαλονίκη
Ο μεγάλος συγγραφέας στο βιβλίο του “Αναφορά στον Γκρέκο”περιγράφει:
«Πρώτη φορά παρουσιαζόταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη να μην έχω πια να παλεύω με Χριστούς και Βούδες, παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα ανθρώπους.
Καλή η στιγμή να δοκιμάσω αν η πράξη είναι η μόνη ικανή ν’ απαντήσει, κόβοντας με το σπαθί της τους αξεδιάλυτους κόμπους της θεωρίας. Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο∙ πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το κράτος και τη βία και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη σώσουν.
Έτσι, ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα, με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο, δέχτηκα».
Χάρη στην αλληλογραφία του Νίκου Καζαντζάκη προς τους φίλους του, μπορούμε να δούμε κι εμείς μετά από τόσα χρόνια μια άλλη πλευρά του μεγάλου συγγραφέα που ίσως μας είναι άγνωστη,την ανθρωπιστική. Σχεδόν με αυταπάρνηση και αυτοθυσία νιώθει το δράμα των ξεριζωμένων Ελλήνων του Πόντου και με σεβασμό και σύνεση βρίσκει την ιδανική λύση για τον επαναπατρισμό τους και τη σωστή διαβίωση στη γη της Μακεδονίας και της Θράκης (Ρόδο των Ανέμων, Κλεοπάτρα Πρίφτη, Εκδ. Δωρικός).
«Δουλεύω θεία. Εξαντλούμαι και έχω τον ηδονικό ίλιγγο της υπερκόπωσης. Έχω αδυνατίσει πολύ. Είναι κι αυτό μια μέθοδος να δίνει κανείς το αίμα του για την πατρίδα!» θα γράψει μετά ο Καζαντζάκης ο οποίος εξουθενώθηκε και δόθηκε ολοκληρωτικά στη σωτηρία των Ελλήνων.
Σε μια επιστολή του προς τον συνεργάτη του Γιάννη Σταυριδάκη, με ημερομηνία 27/9/1919, περιγράφει:
«(…) Κατόρθωσα από τα 20.000.000 που έχουν προπληρωθεί τα πέντε να κοπούν και να διατεθούν υπέρ των Ελλήνων νότιας Ρωσίας, Καυκάσου και Πόντου. Στέλνω με τον Αγγελάκη στο Βατούμ, οικονομικό αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης, να διαχειρίζεται όλα τα ποσά που στέλνονται στους Ποντίους, κ.λπ. Καμιά επιτροπή πατριάρχη δεν έχει το δικαίωμα ν’ αναμιχθεί. Από τα πέντε αυτά εκατομμύρια στείλαμε 20 κιλά κινίνο, 12.000 διδακτικά βιβλία και σήμερα προκηρύχνω μειοδοσία για 400.000 πήχες εξώρουχα και εσώρουχα. Υπόδηση, θα ρυθμιστεί στο Αικατερινοντάρ, όπου υπάρχει το μέγα εργοστάσιο του Φωτιάδη για εντόπια υπόδηση. Όλη η προσοχή του υπουργείου μας στρέφεται προς το ζήτημα του Πόντου και έτσι ελπίζω σε μεγάλα πράματα. Ωστόσο, διαπραγματεύομαι με ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς οίκους για οικοδομή χιλιάδων σπιτιών στη Μακεδονία (…)»
Η μεταφορά των Ελλήνων του Καυκάσου θα ολοκληρωθεί με επιτυχία και έτσι τα πράγματα θα ακολουθήσουν το δρόμο τους. Ο Νίκος Καζαντζάκης θα γράψει στο μυθιστόρημα του “Αναφορά στον Γκρέκο” κεφ. ΚΖ Καύκασος ” Πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου.”
«Βρισκόμουν ακόμα στην Ιταλία, όταν έλαβα από την Αθήνα, από τον Υπουργό της Κοινωνικής Προνοίας, τηλεγράφημα αν δέχουμαι ν’ αναλάβω τη Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου με ειδική εντολή να πάω στον Καύκασο, όπου κινδύνευαν πάνω από εκατό χιλιάδες Έλληνες και να προσπαθήσω να βρω τρόπο να μετακομιστούν στην Ελλάδα, να σωθούν.
Πρώτη φορά παρουσιάζουνταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη και να μην έχω πια να παλεύω με θεωρίες κι ιδέες και Χριστούς και Βούδες, παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα, ανθρώπους. Χάρηκα· […] Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο: πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου, που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου.
Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο – αυτός είναι ο σταυρός ο δικός της – και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν. Έτσι, ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο, δέχτηκα.
Έφυγα από την Ιταλία, πέρασα από την Αθήνα, πήρα μαζί μου μια δεκαριά διαλεχτούς συνεργάτες, τους περισσότερους Κρητικούς, κι έφυγα για τον Καύκασο, να δω από κοντά πώς θα μπορέσουν να σωθούν οι χιλιάδες αυτές ψυχές. Από το νότο οι Κούρδοι πετάλωναν όσους Έλληνες έπιαναν, κι από το βορρά οι μπολσεβίκοι κατέβαιναν με φωτιά και τσεκούρι· και στη μέση οι Έλληνες του Μπατούμ, του Σοχούμ, της Τυφλίδας, του Κάρς, κι όλο και στένευε γύρα από το λαιμό τους η θελιά, και περίμεναν, γυμνοί, πεινασμένοι, άρρωστοι, το θάνατο. Το Κράτος πάλι από τη μια μεριά, η Βία από την άλλη· οι αιώνιοι σύμμαχοι. […]
Ένα μήνα με τους συντρόφους γυρίζαμε τις πολιτείες και τα χωριά, όπου ήταν σκορπισμένες ελληνικές ψυχές, περάσαμε τη Γεωργία, μπήκαμε στην Αρμενία· απόξω από το Κάρς, τις μέρες εκείνες, είχαν πάλι πιάσει οι Κούρδοι τρεις Έλληνες και τους είχαν πεταλώσει σαν μουλάρια· είχαν φτάσει κοντά στο Κάρς κι ακούγαμε τα κανόνια τους μέρα νύχτα.
-Ένας από μας πρέπει να μείνει στο Κάρς, είπα, να μαζέψει όλους τους Έλληνες, άντρες και γυναικόπαιδα, τα ζωντανά τους και τα σύνεργα, και να μπει μπροστά να τους φέρει στο λιμάνι του Μπατούμ· έχω κιόλα κάμει την έκθεσή μου και ζητώ βαπόρια να ’ρθουν φορτωμένα τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα και να πάρουν στο γυρισμό το ψυχομέτρι. Ποιος θέλει να μείνει στο Κάρς; επικίντυνη η αποστολή του, να το ξέρει! Γύρα μας οι Έλληνες προεστοί του Κάρς είχαν μαζευτεί και άκουγαν∙ κρέμουνταν από το στόμα μας.[…]
-Μείνε εσύ, Ηρακλή, είπα· ο Θεός της Ελλάδας μαζί σου! […] Ύστερα από λίγες βδομάδες πρόβαλε στο Μπατούμ κατασκονισμένος, καταξεσκισμένος, κατάμαυρος, πήγαινε αυτός μπροστά, και πίσω του τσούρμο μεγάλο οι Έλληνες του Κάρς, με τα βόδια τους, τ’ αλόγατα, τα σύνεργα και στη μέση ο παπάς με το ασημένιο Βαγγέλιο της εκκλησιάς κι οι γέροι με τ’ άγια κονίσματα στην αγκάλη. Ξεριζώθηκαν και πήγαιναν πια στη λεύτερη Ελλάδα να ρίξουν καινούριες ρίζες. Ωστόσο είχαμε κι εμείς μαζέψει όλους τους Έλληνες της Γεωργίας […].
Έβλεπα γύρω μου άνδρες και γυναίκες και μικρά παιδιά, να στριγμώνουνται, πεινασμένοι, απελπισμένοι, να με κοιτάζουν στα μάτια και να περιμένουν από μένα τη σωτηρία· πώς μπορούσα να τους προδώσω; «Θα σωθώ ή θα χαθώ μαζί σας, τους έλεγα, μη φοβάστε, αδέρφια, όλοι μαζί!» Και πότε πάλι τους μιλούσα για τη βασανισμένη ράτσα μας, που αιώνες την παλεύουν και θένε να την ξεκάμουν οι βάρβαροι, η πείνα, η φτώχεια, οι σεισμοί, η διχόνοια, μα αυτή ’ναι αθάνατη, και να, χιλιάδες χρόνια ζει και βασιλεύει! Κι έτσι, έχοντας στο νου τους την Ελλάδα, μπόρεσαν, οι κακόμοιροι, και βάσταξαν. […]
Ύστερα από δυο εβδομάδες έφευγα από τον Καύκασο· είχαν αρχίσει να φεύγουν τα βαπόρια φορτωμένα ψυχομέτρι, έβλεπα την επέμβαση μου στην πράξη να φέρνει καρπό, έβλεπα κιόλα τους δουλευταράδες αυτούς Έλληνες να ριζώνουν στη Μακεδονία και στη Θράκη και να γεμίζουν σιτάρι, καπνό κι Ελληνόπουλα, τα παλιά μας ρημαγμένα, βαρβαροπατημένα χώματα· […]
Το βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές, που ξεριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις μεταφυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες και αξίνες, έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Δεν είναι ντροπή να πω πως ήμουν βαθιά συγκινημένος·
Η Μαύρη θάλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα, λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι∙ ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου. Μια φορά κι έναν καιρό δικά μας∙ δεξιά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένοι, κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ’ αγαπημένο ακροθάλασσο.
Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος, βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους. Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι. Ένα χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της».
Περάσαμε τη Μαύρη Θάλασσα, ξανάδαμε από μακριά, ηλιολουσμένη τώρα, γιομάτη περβόλια, μιναρέδες και χαλάσματα, την Πόλη. Οι συνταξιδιώτες μου συγκινημένοι έκαμαν το σταυρό τους και την προσκύνησαν· κι ένας έσκυψε από την πλώρα: «Κουράγιο! της φώναξε∙ κουράγιο, μωρή μάνα!». Κι όταν αντικρίσαμε τα ελληνικά ακρογιάλια, ο παπάς του Σοχούμ, που ταξίδευε κι αυτός μαζί μας, σηκώθηκε, πέρασε το πετραχήλι του και σήκωσε τα γέρικα χέρια του στον ουρανό: «Κύριε, Κύριε, φώναξε δυνατά, για να τον ακούσει ο Θεός, σώσον τον λαό Σου, βοήθα τον να ριζώσει στα καινούρια χώματα, να κάμει τις πέτρες και τα ξύλα εκκλησιές και σκολειά και να δοξάζει, στη γλώσσα που αγαπάς, τ’ όνομά Σου!»
Περάσαμε τ’ ακρογιάλια της Θράκης και της Μακεδονίας, κεφαλώσαμε το Άγιον Όρος, μπήκαμε στο λιμάνι της Σαλονίκης. Έντεκα μήνες βάσταξε η θητεία μου· ολοένα κατάφταναν από τον Καύκασο βαπόρια φορτωμένα ανθρώπους και ζωντανά, έμπαινε αίμα καινούριο στις φλέβες της Ελλάδας. Γύριζα τη Μακεδονία και τη Θράκη, διάλεγα τα χωράφια και τα χωριά που είχαν αφήσει οι Τούρκοι, έκαναν κατοχή τα καινούρια αφεντικά· άρχιζαν να οργώνουν, να φυτεύουν, να χτίζουν. Μια από τις νόμιμες χαρές του ανθρώπου είναι, θαρρώ, να μοχτάει και να βλέπει πως ο μόχτος του φέρνει καρπό. […] Κι ακούω και τις καμπάνες από τις μελλούμενες εκκλησιές και τα παιδιά, στις αυλές των σκολειών, να γελούν και να παίζουν· και μια μυγδαλιά ανθισμένη μπροστά μου∙ ν’ απλώσω το χέρι θα κόψω ένα κλαδί ανθισμένο. Γιατί, πιστεύοντας με πάθος κάτι που δεν υπάρχει ακόμα, το δημιουργούμε· ανύπαρκτο είναι ό,τι δεν ποτίσαμε αρκετά με το αίμα μας, για να μπορέσει να πάρει ανάκαρα να δρασκελίσει το σκοτεινό κατώφλι της ανυπαρξίας.
Όταν πια όλα τέλεψαν, ένιωσα απότομα την κούραση. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, δεν μπορούσα να φάω, να κοιμηθώ, να διαβάσω, ήμουν εξαντλημένος. Ως τώρα, όσο κρατούσε η μεγάλη ανάγκη, είχα επιστρατέψει όλες μου τις δυνάμεις, κι η ψυχή στύλωνε το κορμί και δεν το άφηνε να πέσει· μα ευτύς ως τέλειωσε η μάχη, διαλύθηκε μέσα μου η επιστράτεψη, απόμεινε το κορμί ανυπεράσπιστο κι έπεσε. Μα είχα προφτάσει να εκτελέσω την εντολή που μου είχαν εμπιστευτεί, ήμουν λεύτερος κι έδωκα την παραίτησή μου· κι ευτύς γύρισα το πρόσωπό μου κατά την Κρήτη· να πατήσω το χώμα της, ν’ αγγίξω τα βουνά της, να πάρω δύναμη».