Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Οι πολυσυζητημένες κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον της Τουρκίας η οποία αψηφώντας τις προειδοποιήσεις Αμερικανών αξιωματούχων, ξεκινώντας από τον Υπουργό Εξωτερικών κύριο M. Pompeo , προχώρησε τελικά στην ολοκλήρωση της αγοράς του Ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400, δεν φαίνεται ότι θα επιβληθούν τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον .
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την πρόσφατη συνάντηση του Προέδρου D. Trump με πολλούς Γερουσιαστές που ανήκουν στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων. Στη διάρκεια της συνάντησης αυτής που έγινε « κεκλεισμένων των θυρών» στο Λευκό Οίκο, ο Αμερικανός Πρόεδρος άφησε στην κυριολεξία άναυδους τους συνομιλητές του όταν τους πρότεινε την διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, αντί για την επιβολή κυρώσεων λόγω της αγοράς του ρωσικού οπλικού συστήματος.
Αν και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας Jim Risch, Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής από την πολιτεία Idaho, διαφωνεί με την άποψη του προέδρου Trump, οι «κακές γλώσσες» στην Αμερικανική πρωτεύουσα ισχυρίζονται, ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος υιοθέτησε την άποψη που εξέφρασε κατά την συνάντηση με τους Γερουσιαστές , μετά τις συνομιλίες που είχε με τον Τούρκο ομόλογο του στο περιθώριο της πρόσφατης Διάσκεψης των G20, στο Τόκιο και κάποιες πιέσεις που εκείνος του άσκησε.
Όμως πέρα από τους «πολιτικούς ψιθύρους» σχετικά με τη στάση του κ. Trump , η υπόθεση έχει πολύ περισσότερο βάθος, αφού συνδέεται με την αντίληψη του για τον τρόπο εφαρμογής του Αμερικανικού νόμου περί « Αντιμετώπισης των Αντιπάλων των ΗΠΑ μέσω Κυρώσεων» ( “ Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act”).
Όπως είναι γνωστό ο νόμος αυτός ψηφίστηκε από το Αμερικανικό Κογκρέσο στα τέλη Ιουλίου του 2017 και τέθηκε σε ισχύ μετά την υπογραφή του από τον Πρόεδρο Trump στις αρχές Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Αφορούσε δε κυρίως την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία για την συζητούμενη ανάμειξή της στις Αμερικανικές εκλογές και για την πολιτική της εναντίον της Ουκρανίας , στο Ιράν για το θέμα της διαχείρισης του πυρηνικού του προγράμματος μετά τη απόσυρση των ΗΠΑ από την σχετική συμφωνία και στη Βόρεια Κορέα για το ίδιο θέμα. Όμως ο Αμερικανός Πρόεδρος παρά το γεγονός ότι υπέγραψε τον νόμο, είχε τότε εκδώσει δύο ανακοινώσεις εκφράζοντας τις ενστάσεις του για τον τρόπο εφαρμογής του νόμου, και χαρακτηρίζοντας την ψήφιση του ως κίνηση του Κογκρέσου που είχε ως στόχο να του επιβάλλει τον τρόπο με τον οποίο θα ασκεί την εξωτερική πολιτική.
Οι Προεδρικές αυτές ανακοινώσεις, αν και ήταν εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του Προέδρου, είχαν τότε σχολιαστεί εκτενώς, αφενός γιατί ο κ. Trump δεν έδειχνε τότε διατεθειμένος ιδιαίτερα μετά μία συνάντηση του με τον Ρώσο ομόλογο του κ. Putin ,να τηρήσει σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία και τον Ρώσο Πρόεδρο, και αφετέρου γιατί μέσα από τις ανακοινώσεις αυτές , διαφαινόταν μία διάσταση απόψεων ανάμεσα στον Πρόεδρο και την Διοίκηση ( «βαθύ κράτος» κατ’ άλλους) σχετικά με τον τρόπο άσκησης της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής , διάσταση που βασιζόταν κυρίως, όπως θα φαινόταν και στη συνέχεια, στην τακτική του κ. Trump να δίνει μεγάλη σημασία στις διαπροσωπικές σχέσεις και λιγότερο στα προς συζήτηση θέματα και προβλήματα( Βλ. Επαφές με ηγέτη Βορείου Κορέας, Πρόεδρο Κίνας , Πρόεδρο Ρωσίας) και ως εκ τούτου, όπως είχαν επισημάνει ορισμένοι Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες,να επιθυμεί να δείξει σε ηγέτες που δεν υφίστανται περιορισμούς από τα νομοθετικά σώματα των χωρών τους στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, ότι είναι στο ίδιο επίπεδο με εκείνους.
Η άποψη που εξέφρασε ο Αμερικανός Πρόεδρος στη διάρκεια της πρόσφατης συνάντησης του με τους Γερουσιαστές , υποδηλώνει ότι ο κ. Trump και στο θέμα της Τουρκίας διακατέχεται από την ίδια λογική, αφού παρά τις προειδοποιήσεις που είχε δεχθεί η Τουρκία σύμφωνα με τις οποίες η αγορά του Ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 θεωρείται πράξη αντίθετη προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση του ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον νόμο του 2017 μπορεί να επισύρει κυρώσεις, προτείνει μετά και τις συνομιλίες με τον Τούρκο ομόλογο του, διαπραγματεύσεις και όχι την επιβολή κυρώσεων και σύμφωνα με πληροφορίες από την Αμερικανική πρωτεύουσα, σκέφτεται να ασκήσει και veto αν τελικά το Κογκρέσο προχωρήσει στην ψήφιση της επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία.
Η κατάσταση θα γίνει ακόμη πιο περίπλοκη από τη στιγμή που η Τουρκία θα ξεκινήσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της στη Βόρεια Συρία που αναμφισβήτητα, θα θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τους εκεί ευρισκόμενους Κούρδους, υπέρ των οποίων οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει το σοβαρό ενδιαφέρον τους . Έτσι οι επόμενες ημέρες είναι κρίσιμες,αφού οι εξελίξεις αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε επαναπροσδιορισμούς υφισταμένων επιλογών.