Φωτογραφία (διαβατηρίου) ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ το 1923 περιοδικό “Ζωσιμάδες”
Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Ο ‘Ερνεστ Χέμινγουεϊ, είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Τα πολλά ενδιαφέροντα και οι πνευματικές ανησυχίες του τον οδήγησαν από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, την Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Κούβα όπου θα περάσει μία μεγάλη περίοδο της ζωής του. Ταξιδεύοντας ο Χέμινγουεϊ θα βρεθεί στο επίκεντρο σημαντικών γεγονότων της εποχής του όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος , ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1922 και ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος.
Οι πνευματικές ανησυχίες του και οι εμπειρίες του τον καθοδηγούσαν στις συγγραφικές επιλογές του που εκφράστηκαν στο τεράστιο λογοτεχνικό του έργο ανάμεσα στο οποίο συγκαταλέγονται και τα περισσότερο γνωστά βιβλία του « Αποχαιρετισμός στα Όπλα», « Για ποιόν Κτυπά η Καμπάνα», και « Ο Γέρος και η Θάλασσα». Για την τεράστια συμβολή του στη λογοτεχνία ο Χέμινγουεϊ θα τιμηθεί πρώτα με το βραβείο «Πούλιτζερ» και στη συνέχεια με το βραβείο «Νόμπελ Λογοτεχνίας».
Αν και η βαθύτερη επιθυμία του ήταν πάντα η ενασχόληση με την λογοτεχνία, πριν αφιερωθεί ολοκληρωτικά σε αυτήν , ο Χέμινγουεϊ θα περάσει μία περίοδο της ζωής του εργαζόμενος ως δημοσιογράφος. Η περίοδος αυτή θα αρχίσει στην ουσία, από τα μαθητικά του χρόνια όταν η καθηγήτρια των Αγγλικών θα τον πείσει να ασχοληθεί με την μαθητική εφημερίδα του σχολείου « The Trapeze», και θα συνεχιστεί, όταν αποφοιτήσει από το σχολείο στην εφημερίδα «The Kansas City Star», όπου θα προσληφθεί μετά από παρέμβαση του θείου του στον φίλο του και διευθυντή της εφημερίδας. Μετά την συμμετοχή του ως τραυματιοφορέα στο μέτωπο της Ιταλίας στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την επιστροφή του στις ΗΠΑ ,θα προσληφθεί στην Καναδική εφημερίδα « The Toronto Star» μετά από πρόταση στη διοίκηση της εφημερίδας οικογενειακών φίλων για τους οποίους ο νεαρός τότε Χέμινγουεϊ διεκπεραίωνε κάποιες καθημερινές εργασίες.
Η θέση στην Καναδική εφημερίδα θα αποβεί καθοριστικής σημασίας στη ζωή και την μετέπειτα συγγραφική σταδιοδρομία του ‘Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Και τούτο γιατί αφενός ο τρόπος λειτουργίας της εφημερίδας και η φιλοσοφία της σύμφωνα με την οποία δημοσίευε θέματα που ήταν σχετικά με τα ενδιαφέροντα τους, του επέτρεψαν ασχοληθεί με πολλά και διαφορετικά θέματα πράγμα που ταίριαζε πολύ στην προσωπικότητα του, αφετέρου μετά από μία συζήτηση με έναν από τους αρχισυντάκτες της εφημερίδας θα γίνει ο πρώτος ανταποκριτής της εφημερίδας στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στο Παρίσι. Από εκεί μετά από οδηγίες του διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας θα μεταβεί το Σεπτέμβριο του 1922 στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να καλύψει τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο που είχε ήδη ξεσπάσει από τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Ο Χέμινγουεϊ θα φθάσει στην Κωνσταντινούπολη με το φημισμένο τραίνο “The Orient Express” και θα καταλύσει στο ξενοδοχείο ” Λονδίνο ” (Hotel Londres)που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το επίσης φημισμένο ξενοδοχείο της εποχής ” Πέρα Παλλάς Hotel”. Ο Χέμινγουεϊ θα απολαμβάνει το ποτό του στο “Orient μπαρ” του ξενοδοχείου Πέρα Παλλάς, το οποίο αναφέρει και στο έργο του ” Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο” όπου γνωρίζεται με πολλούς από τους στρατιωτικούς θαμώνες με τους οποίους συζητά τις πολεμικές και διπλωματικές εξελίξεις.
Ο Χέμινγουεϊ θα στείλει συνολικά 20 ανταποκρίσεις , την πρώτη στις 30 Σεπτεμβρίου του 1922 με τίτλο « Οι Βρετανοί αρκετά ισχυροί για να σώσουν την Κωνσταντινούπολη» από τη Σόφια λίγο πριν την άφιξη του στην Τουρκία και την τελευταία πάλι από τη Βουλγαρία με τίτλο « Η Πομπή των Προσφύγων Σκηνή Φρίκης». Στην έκδοση της 20ής Οκτωβρίου 1922, της εφημερίδας γράφει: «Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους (από τους πόνους της γέννας). Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά. Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».
Οι ανταποκρίσεις αυτές αποτελούν μερικά από τα καλύτερα διαπλαστικά κείμενα του, τα οποία διδάσκονται στα πανεπιστήμια στους φοιτητές της αγγλικής φιλολογίας είναι αριστουργήματα και είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του νέου τρόπου γραφής που υιοθέτησε ο ‘Ερνεστ Χέμινγουεϊ και που έγινε εμφανές στην συλλογή διηγημάτων που δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Στον Καιρό μας» ( In Our Time) τo 1924 στην οποία περιλαμβάνεται και το δοκίμιο « Στην Προκυμαία της Σμύρνης» (On the Quai in Smyrna) που αναφέρεται στις σπαραξικάρδιες όπως τις χαρακτηρίζει σκηνές με τις κραυγές απόγνωσης των Ελλήνων που έφθαναν στην αποβάθρα του λιμανιού της Σμύρνης, προσπαθώντας να διαφύγουν και να διασωθούν από την θηριωδία των στρατιωτών του Κεμάλ. Το χειρότερο, γράφει,” ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία». Και συνεχίζει δραματικά,«είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε. Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα. Το παράξενο ήταν, είπε [ο υποτιθέμενος αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν…».
Μετά την κάλυψη των εργασιών της διάσκεψης που είχε ως αποτέλεσμα την σύναψη της ανακωχής των Μουδανιών , στις 11 Οκτωβρίου ο Χέμινγουεϊ θα κατευθυνθεί στην Αδριανούπολη όπου θα παρατηρήσει την πορεία των προσφύγων από τα Τουρκικά εδάφη στη Θράκη . Ως πολεμικός ανταποκριτής είναι σαφής. Γνωρίζει πολύ καλά πως 1.250.000 Έλληνες διώχτηκαν από τα σπίτια τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών: «Ό,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη».
Σε άλλη ανταπόκρισή του στη «Σταρ» γράφει: «Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ»» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται… Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωποθάλασσας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροιμία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922) «Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού ήταν μια θλιβερή υπόθεση, αλλά δε χρειάζεται να κατηγορούμε γι’ αυτό τον απλό Έλληνα φαντάρο. Ακόμα και όταν γινόταν εκκενώσεις περιοχών οι Έλληνες δρούσαν ως πραγματικοί στρατιώτες. Ο Κεμάλ θα είχε μεγάλο πρόβλημα αν ήταν να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη.» Ο λοχαγός Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατόλια ως παρατηρητής κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ελλήνων με τον Κεμάλ, μου είπε: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν μαχητές πρώτης κατηγορίας. Οι αξιωματικοί τους ήταν άριστοι… Θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την Άγκυρα και να τελειώσουν τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί». Κατά τον Χέμινγουεϊ η προδοσία αυτή πήγασε και από τους συμμάχους, αλλά και από τον βασιλιά Κωνσταντίνο που αντικατέστησε τους έμπειρους -αλλά βενιζελικούς- αξιωματικούς, με δικούς του «που ποτέ δεν είχαν ακούσει τον κρότο της μάχης».
Και τελειώνει τη δραματική αφήγησή του με μια πρόταση που θα την έγραφε μόνο ένας πραγματικά μεγάλος νομπελίστας συγγραφέας σαν αυτόν: «Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς (ανθρωπιστικές) οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).
Σε ένα από τελευταία του άρθρα από την Τουρκία στην Τορόντο Σταρ γράφει: «Ποιος θα θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δεν το ξέρει και μέσα στα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαρακτική κραυγή που ελπίζω να φτάσει και ως τον Καναδά: Μην ξεχνάτε τους Έλληνες!»
Αυτά ήταν τα λόγια ενός, από τη φύση του σκληραγωγημένου πολεμικού ανταποκριτή και σπουδαίου συγγραφέα, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να μη συγκινηθεί με τόσο ανθρώπινο πόνο και τέτοιο ξεριζωμό.
Στη συνέχεια μετά από έναν σύντομο σταθμό στο Παρίσι , έφθασε στη Λωζάννη για να καλύψει την ομώνυμη Συνδιάσκεψη, η οποία έβαλε τέλος στις Ελληνοτουρκικές διαφορές της περιόδου.
Από τη Λωζάννη ο ‘Ερνεστ Χέμινγουεϊ θα στείλει ορισμένες ανταποκρίσεις σχετικά με τις διπλωματικές διεργασίες και τις διευθετήσεις, όπως επίσης και για τα πρόσωπα που είχαν καθοριστικό ρόλο στην τελική έκβαση της Συνδιάσκεψης.
*Στοιχεία και πληροφορίες για το άρθρο προέρχονται από έρευνα του συγγραφέα Γιώργου Δημητρακόπουλου στα αρχεία του’Eρνεστ Χέμινγουεϊ στη βιβλιοθήκη Κένεντι στις ΗΠΑ
*Ο Γιώργος Δημητρακόπουλος είναι διεθνολόγος, ανήκει στην παλαιότερη εκδοτική οικογένεια που δραστηριοποιείται στον περιφερειακό τύπο. ‘Εχει διατελέσει σύμβουλος Πρωθυπουργού, στο υπουργείο Εξωτερικών, διευθυντής της εφημερίδας ”Ελευθερία”, επί σειρά ετών ευρωβουλευτής και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμβουλος έκδοσης και αρθρογράφος της ”Ελευθεροτυπίας”.
*Τα αποσπάσματα από τα κείμενα του ‘Ερνεστ Χέμινγουεϊ είναι από το περιοδικό “Ζωσιμάδες” τεύχος 40