Οι ταραχές που ξέσπασαν στα τέλη του περασμένου Μαϊου στο Βόρειο Σερβοκρατούμενο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου μετά τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών που την περίοδο εκείνη διεξήχθησαν εκεί, επανάφεραν στο προσκήνιο ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της Χερσονήσου του Αίμου με σοβαρές προεκτάσεις στην διεθνή σκηνή όπου, όπως είναι γνωστό η ” ατμόσφαιρα” είναι εδώ και καιρό βεβαρυμμένη κυρίως λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και όχι μόνο.
Η πλούσια ιστορία της περιοχής βέβαια καταδεικνύει ότι η αντιπαράθεση και οι ταραχές που ξέσπασαν με αφορμή τη στάση των Αλβανοφώνων που αποτελούν και την πλειοψηφία στο Κοσσυφοπέδιο είναι στην ουσία μία ακόμη αφορμή στην οποία αντικατοπτρίζεται η πραγματική αιτία της χρόνιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Αλβανία και τη Σερβία που η καθεμία από τη δική της σκοπιά και προβάλλοντας τα δικά της επιχειρήματα, θεωρεί το Κοσσυφοπέδιο, αν και είναι πλέον ανεξάρτητο κράτος, ουσιαστικά συστατικό στοιχείο της υπόστασης της.
Από το 1389 όταν έλαβε χώρα η ιστορική μάχη του Κοσσυφοπεδίου ανάμεσα στις ενωμένες Χριστιανικές δυνάμεις των βαλκανικών χωρών και τα στρατεύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μάχη που έληξε υπέρ των Οθωμανών, ως σήμερα, η ιστορία του Κοσσυφοπεδίου είναι γεμάτη συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις με πρωταγωνιστές πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες των δύο πλευρών, ακόμα και παραστρατιωτικές οργανώσεις (βλ. Εθνικός Απελευθερωτικός Κοσσυφοπεδίου ΟΥΤΣΕΚΑ, εθνικιστική οργάνωση που επεδίωκε την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από την Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και τη Σερβία) , με αποκορύφωμα τις συγκρούσεις της περιόδου 1990-1999 που όπως είναι γνωστό είχαν ως αποτέλεσμα την επέμβαση του ΝΑΤΟ, και τον πόλεμο στην τότε τυπικά μεν ακόμη Γιουγκοσλαβία ουσιαστικά Σερβία, με σκοπό να εξαναγκαστεί ο τότε ηγέτης της Μιλόσεβιτς να αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις του από το Κοσσυφοπέδιο.
Η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου το 2008 η αναγνώριση της οποίας δίχασε κυριολεκτικά την διεθνή κοινότητα με αρκετές χώρες συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ να αναγνωρίζουν αμέσως το αποσχιθέν νεοσύστατο κράτος ενώ άλλες στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα και η Κύπρος , αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε αναγνώριση, σε συνδυασμό με προσφυγές που κατατέθηκαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και στη συνέχεια στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο επίσης της Χάγης δεν στάθηκαν ικανές να επιφέρουν την επίλυση του πράγματι σοβαρού αυτού ζητήματος αφού η πραγματική αιτία όπως ήδη αναφέρθηκε αναζητείται στις βαθιές ιστορικές και πολιτιστικές του ρίζες, και στους τοπικούς συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώθηκαν με βάση αυτές κυρίως από το 1389 και μετά.
Αν και η γνώση της πλούσιας ιστορίας του Κοσσυφοπεδίου και των σχέσεων τόσο της Σερβίας όσο και της Αλβανίας με την περιοχή αποτελεί την κύρια προϋπόθεση για την διαμόρφωση προτάσεων που θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τουλάχιστον ενός ειρηνικού modus vivendi στην περιοχή, επι του παρόντος θα περιοριστούμε στην υπογράμμιση της στρατηγικής σημασίας της περιοχής και βέβαια των σημαντικών φυσικών πόρων που διαθέτει, γεγονός που δικαιολογεί ως ένα πολύ μεγάλο βαθμό το διεθνές ενδιαφέρον για το Κοσσυφοπέδιο. Παράλληλα θα υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι ο αντικατοπτρισμός του διεθνούς ανταγωνισμού των ΗΠΑ με τη Ρωσία και την Κίνα η οποία ουδέποτε έκρυψε το ενδιαφέρον της για την Βαλκανική Χερσόνησο στην περιοχή καθιστά την αντιμετώπιση του ζητήματος πιο πιεστική και, με ακόμη ανοιχτό το “μέτωπο” της Ουκρανίας , άμεση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι με αφορμή την πρόσφατη ένταση στις σχέσεις Αλβανίας – Σερβίας πολιτικοί παρατηρητές εξέφρασαν την ανησυχία ότι παράλληλα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, στην ένταση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος της κλιμάκωσης και της μετεξέλιξης της σε πολεμική σύρραξη στο Βαλκανικό και κατ’ επέκταση Ευρωπαϊκό έδαφος, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι η κρίση στο Κοσσυφοπέδιο και μία λόγω αυτής πολεμική σύρραξη, θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη μεγάλη σύμμαχο της Σερβίας, τη Ρωσία η οποία με μία τέτοια εξέλιξη θα έβλεπε να αποσπάται, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, η προσοχή της Δύσης από την Ουκρανία.
Εδώ είναι ακριβώς το σημείο στο οποίο υπεισέρχεται ενδεχόμενος ρόλος της Ελλάδας η οποία, διατηρούσε ανέκαθεν πολύ καλές σχέσεις με τη Σερβία η οποία είναι ο σοβαρότερος εκ των δύο πόλος στη υπόθεση του Κοσσυφοπεδίου. Θα μπορούσε να συμβαίνει το ίδιο και με την Αλβανία αλλά δυστυχώς η γειτονική αυτή χώρα δεν δείχνει προς το παρόν μετά και τα τελευταία γεγονότα στη Χιμάρα τέτοια διάθεση. Η απάντηση στο ερώτημα βέβαια σχετικά με τον πιθανό ρόλο της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κρίσης έχει σχέση με το κατά πόσο θα αποτελεί στόχο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής η συνέχεια, με ακόμη πιο συντεταγμένο και δυναμικό τρόπο μιας περιοχικής διπλωματίας. Απόφαση πολιτική την οποία θα πρέπει να λάβει ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση. Η Ελληνική Διπλωματία θα την υλοποιήσει. Απόφαση για την λήψη της οποίας αξίζει ο κ. Πρωθυπουργός να θυμηθεί τις παρακαταθήκες που άφησαν σχετικά με τη πολιτική της χώρας στα Βαλκάνια, τόσον ο αείμνηστος πατέρας του όσο και ο επίσης αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου οι οποίοι με τις πρωτοβουλίες που είχαν αναλάβει ως πρωθυπουργοί της χώρας έκαναν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της χώρας και τη συμβολή της στα τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή.
Στη σημερινή πραγματικότητα πέρα από το ΝΑΤΟ που βρίσκεται στην περιοχή με τη δύναμη KFOR αλλά που λόγω του πολέμου το’99 δεν έχει και την καλύτερη εικόνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εδώ και χρόνια κάνει πιο αισθητή την παρουσία της με την εξαγγελία της πολιτικής ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στους κόλπους της, ενθαρρύνοντας έτσι την Ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών της περιοχής. Πρόσφατα μάλιστα, τον Μάρτιο του ενεστώτος χρόνου με αφορμή την ένταση και τις ταραχές στο βόρειο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου, εκπόνησε μια νέα ειρηνευτική Συμφωνία Σερβίας-Κοσσυφοπεδίου ( η πρώτη είχε προταθεί το 2013) οι διαπραγματεύσεις για την υλοποίηση της οποίας προχωρούν, αν και με αργούς ρυθμούς . Θεωρούμε ότι αυτή είναι η κατάλληλη ευκαιρία για τη χώρα μας να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη και υλοποίηση αυτής της συμφωνίας, προβάλλοντας ξανά αφενός την σημασία της στήριξης της Ευρωπαϊκής προοπτικής των εμπλεκομένων χωρών με στόχο την ένταξη τους στην πολυδιάστατη Ευρωπαϊκή οικογένεια σε αντίθεση με το πιο μονόπλευρο και στρατοκρατούμενο ΝΑΤΟ, αφετέρου την εικόνα της δύναμης ειρήνης την ίδια στιγμή που η γειτονική Τουρκία, ανταποκρινόμενη σε σχετικό αίτημα του ΝΑΤΟ έστειλε ,για πρώτη φορά από τον 19ο αιώνα στρατεύματα με βαρύ οπλισμό για να συμβάλλουν στο έργο της Νατοϊκής δύναμης KFOR. Ίδωμεν!
*Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του AllTimeClassic
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος.
*Ο Γιώργος Δημητρακόπουλος είναι διεθνολόγος, ανήκει στην παλαιότερη εκδοτική οικογένεια που δραστηριοποιείται στον περιφερειακό τύπο. Έχει διατελέσει σύμβουλος του Πρωθυπουργού(1983-1986) σύμβουλος στο Υπουργείο Εξωτερικών(1986-1989) διευθυντής της εφημερίδας Ελευθερία (1990-1994) Ευρωβουλευτής και Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( 1994-2009) σύμβουλος έκδοσης και αρθρογράφος της Ελευθεροτυπίας.