Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Στη Μόσχα είναι τις ημέρες αυτές και ειδικότερα σήμερα ,τα βλέμματα των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λόγω της νέας έντασης στις σχέσεις Ρωσίας – Ουκρανίας αλλά και λόγω της επίσκεψης του Έλληνα Πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα και των συνομιλιών που θα έχει με τον Ρώσο Πρόεδρο Vladimir Putin.
Το κύριο θέμα που απασχολεί και την Washington και τις Βρυξέλλες είναι τι μπορεί να σημαίνει, αυτή την περίοδο με τα συγκεκριμένα γεγονότα που την χαρακτηρίζουν ( βλ. νέα ένταση στις σχέσεις Ρωσίας –Ουκρανίας μετά τα γνωστά γεγονότα στη Θάλασσα του Azov και τα Στενά του Kerch) η προσπάθεια εξομάλυνσης και επανεκκίνησης των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων, που μετά τα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού και την απέλαση των δύο Ρώσων διπλωματών, είχαν διαταραχτεί σοβαρά.
Και βέβαια, κρίνοντας από τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα της ελληνικής Κυβέρνησης και του κυρίου Τσίπρα προσωπικά , δεν θεωρούν ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα αποπειραθεί να υπερβεί, με τα όσα θα συζητήσει και θα συμφωνήσει, το πλαίσιο που οριοθετείται και από την συμμετοχή της χώρας ως μέλους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, όπως είχε επιχειρήσει και ο ίδιος το 2015 και προκάτοχοι του στο αξίωμα του Πρωθυπουργού παλαιότερα( Κ. Καραμανλής).
Όμως αυτό το πλαίσιο και οι δεσμεύσεις που απορρέουν από την συμμετοχή της χώρας σε αυτό, επιτρέπουν, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές και σε διαφορετικές περιπτώσεις που εμπλέκονται άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, κάποιες αποκλίσεις από τις αποφάσεις που λαμβάνονται για διάφορα ζητήματα, αποκλίσεις που επιτυγχάνονται από εκείνους που γνωρίζουν πολύ καλά την Ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων και ,φυσικά την διπλωματική πρακτική.
‘Ετσι το ενδιαφέρον και της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης που περιλαμβάνει στους κόλπους της χώρες που εξαρτώνται εν πολλοίς από τις Ρωσικές πηγές ενέργειας (βλ. Γερμανία) αλλά και χώρες που για ιστορικούς λόγους είναι αντίθετες προς τη Ρωσία(βλ.Πολωνία) και των ΗΠΑ των οποίων η αντίθεση προς τη Ρωσία είναι και γνωστή , ιστορικά αποδεδειγμένη και τελευταία πολύ επίκαιρη και λόγω της έρευνας για την Ρωσική ανάμειξη στις τελευταίες Αμερικανικές εκλογές, εστιάζεται στην έκβαση ορισμένων θεμάτων που φυσικά είναι συνυφασμένα με τις τρέχουσες διεθνείς εξελίξεις.
Το πρώτο αφορά στην υπόθεση των Σκοπίων και στην Συμφωνία των Πρεσπών για την αλλαγή του ονόματος. Όπως είναι γνωστό η Ρωσία και παλαιότερα και πολύ πρόσφατα έχει δηλώσει ότι προτίθεται να ασκήσει veto όταν η συμφωνία θα υποβληθεί για επικύρωση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του οποίου η Ρωσία είναι ως γνωστόν μόνιμο μέλος. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα καταφέρει να πείσει τον Ρώσο Πρόεδρο να αλλάξει αυτή την απόφαση, πράγμα που επιθυμούν και οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού από την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας εξαρτάται και η Ευρωπαϊκή προοπτική των Σκοπίων σε σχέση με την ΕΕ και η ένταξη τους στο ΝΑΤΟ. Δύσκολο εγχείρημα διότι η Ρωσία δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι τις διευρύνσεις του ΝΑΤΟ γενικά και ειδικότερα στην περιοχή των Βαλκανίων. Όμως το ισχυρό επιχείρημα του κ. Τσίπρα είναι η διασύνδεση της Συμφωνίας των Πρεσπών με την ενίσχυση της σταθερότητας στα Βαλκάνια αφού πέρα από την εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα, η ένταξη των Σκοπίων πρώτα στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται ότι θα προστατεύσει την ενότητα του κράτους αυτού από τις επιβουλές κάποιων υπερεθνικιστών και στην Αλβανία και στη Βουλγαρία, που ονειρεύονται οι μεν τη δημιουργία της μεγάλης Αλβανίας μέσα από την προσάρτηση των αλβανόφωνων περιοχών των Σκοπίων και του Κοσόβου, οι δε την μεγαλύτερη Βουλγαρία με την προσάρτηση των περιοχών των Σκοπίων που συνορεύουν με αυτήν, εξελίξεις που αν συμβούν θα έχουν σοβαρές συνέπειες για την σταθερότητα στα Βαλκάνια.
Το δεύτερο αφορά στα ανταλλάγματα που θα προσφέρει ο Έλληνας Πρωθυπουργός στον Ρώσο Πρόεδρο προκειμένου να τον πείσει να αλλάξει την μέχρι τώρα στάση του στο θέμα των Σκοπίων. Έτσι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση εκφράζουν κάποιους φόβους για το ενδεχόμενο ο κ. Τσίπρας να διαβεβαιώσει τον κ. Putin, ότι η Ελλάδα δεν θα συμφωνήσει στην επιβολή νέων κυρώσεων στη Ρωσία λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης με την Ουκρανία. Αν ληφθεί υπόψη το προηγούμενο του 2016 όταν η Ελλάδα άσκησε veto με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η έκδοση καταδικαστικής Δήλωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναντίον της Κίνας για την πολιτική της στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις διώξεις ακτιβιστών, η επανάληψη παρόμοιας Ελληνικής στάσης απέναντι στη Ρωσία είναι πολύ πιθανή. Το πρόσθετο ενδιαφέρον εδώ όμως βρίσκεται στο αν ο κ. Τσίπρας, εκμεταλλευόμενος το Ευρω-Αμερικανικό ενδιαφέρον για την μελλοντική πορεία των Σκοπίων θα θελήσει να πείσει και τους μεν και τους δε να μην υιοθετήσουν πρόσθετες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Μία τέτοια εξέλιξη θα είχε πράγματι μεγάλη σημασία για τον Πρόεδρο της Ρωσίας, ενώ θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο και το κύρος του Έλληνα πρωθυπουργού.
Το τρίτο αφορά στα ενεργειακά θέματα με φόντο και την επέκταση της ήδη υπάρχουσας συμφωνίας που συνομολόγησαν η Ρωσία με την Σαουδική Αραβία στο περιθώριο της Συνόδου των G20 στην Αργεντινή σχετικά με το ύψος της παραγωγής και των τιμών του πετρελαίου από τις χώρες του OPEC, την αποχώρηση του Qatar από τον OPEC και φυσικά τα όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο, σχετικά με την εξόρυξη των υδρογονανθράκων και την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας για το θέμα αυτό. Και οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουν να πιστεύουν ότι τα όσα θα πει και ενδεχομένως θα συμφωνήσει ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας με τον Πρόεδρο της Ρωσίας δεν θα διαταράξουν τις ήδη διαμορφωμένες ισορροπίες και συσχετισμούς στον τομέα αυτό ούτε θα απειλήσουν τα συμφέροντα της ΕΕ και των Αμερικανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Τέλος το τέταρτο αφορά στα Ελληνικά Εθνικά θέματα και το Κυπριακό που οπωσδήποτε θα θέσει ο Έλληνας Πρωθυπουργός. Εδώ το ενδιαφέρον των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικεντρώνεται όχι τόσο σε αυτά που θα αναπτύξει ο κ. Τσίπρας του οποίου οι θέσεις είναι γνωστές όσο στις απαντήσεις και ενδεχομένως στις υποσχέσεις που θα δώσει ο κ. Putin. Για παράδειγμα εφόσον ο Έλληνας Πρωθυπουργός θίξει το θέμα της ανακήρυξης και στη συνέχεια οριοθέτησης της Ελληνικής ΑΟΖ, αν υποτεθεί ότι ο Ρώσος Πρόεδρος υποσχεθεί στήριξη της Ελλάδας για το θέμα αυτό εκμεταλλευόμενος τις σχέσεις της χώρας του με την Τουρκία,τότε προφανώς δημιουργείται ζήτημα και για τις ΗΠΑ και για την Ευρωπαϊκή Ένωση που όπως είναι γνωστό ως σήμερα συνήθως « ποιούν την νήσσαν» στο θέμα αυτό προφασιζόμενες την ανάγκη τήρησης ίσων αποστάσεων στις Ελληνο-τουρκικές σχέσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημερινή επίσκεψη και οι συνομιλίες του κ,Τσίπρα στη Μόσχα είναι και σημαντικές και δύσκολες . Ταυτόχρονα όμως συνιστούν και μια καλή ευκαιρία για την επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων και για τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και για την χώρα μας.