Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Σε δύο κινήσεις στρατηγικής σημασίας προέβη τις τελευταίες μέρες η Τουρκία. Η πρώτη αφορά στην δοκιμαστική πτήση του Τουρκικής παραγωγής μαχητικού αεροσκάφους 5ης γενιάς ΚΑΑΝ, και η δεύτερη στην σύναψη Συμφωνίας Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας με την Σομαλία.
Η πρώτη δοκιμαστική πτήση του μαχητικού αεροσκάφους ΚΑΑΝ απο αεροπορική βάση της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας στο Αφιόν Καραχισάρ, με την παρουσία του Τούρκου Προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν o οποίος χαιρέτησε το γεγονός σε σχετική εκδήλωση, καταδεικνύει τα αποφασιστικά βήματα της γείτονος για την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων της, στέλνοντας παράλληλα μηνύματα σε κάθε κατεύθυνση, της χώρας μας συμπεριλαμβανομένης.
Πέρα απο την ιστορική και σημειολογική σημασία, αφού το Αφιόν Καραχισάρ ήταν στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, περιοχή μείζονος στρατιωτικής σημασίας για τον Ελληνικό Στρατό αποτελώντας τμήμα της αμυντικής ζώνης των δυνάμεων μας που κατέρρευσε μετά την αποτυχία τους στη Μάχη του Σαγγαρίου, η δοκιμαστική αυτή πτήση και οι πανηγυρισμοί για την επιτυχημένη διεξαγωγή της, καταδεικνύουν πρωτίστως την βούληση της γείτονος χώρας Της Τουρκίας ,αποκτώντας δικής της παραγωγής οπλικά συστήματα να ανεξαρτητοποιηθεί απο το Αμερικανικό και Δυτικοευρωπαϊκό πλέγμα πολεμικών βιομηχανιών και τις εξαρτήσεις που οι προμήθειες αμυντικού υλικού απο αυτό συνεπάγονται, προφανώς για να αποφευχθούν στο μέλλον δυστοκίες όπως αυτές που παρατηρήθηκαν αρχικά με την προμήθεια των μαχητικών F16 η και των Eurofighter. Σε αυτή την κατεύθυνση άλλωστε κινείται εδώ και καιρό η Τουρκική Βιομηχανία η οποία έχει πλέξει έναν ιστό επιμέρους βιομηχανικών μονάδων παραγωγής πολεμικού υλικού ,που με τη συμμετοχή σε Αμερικάνικα ή Ευρωπαϊκά προγράμματα συμπαραγωγής αμυντικού υλικού έχουν αποκτήσει τεράστια εμπειρία και ικανότητες. Αυτή η πολιτική της απεξάρτησης ενισχύεται βέβαια και απο το γεγονός ότι νέοι Τούρκοι επιστήμονες με ειδικότητες στις νέες τεχνολογίες αξιοποιούνται στις βιομηχανικές αυτές μονάδες.
Η σύναψη της Συμφωνίας Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας με τη Σομαλία σύμφωνα με την οποία η Τουρκία αναλαμβάνει τον έλεγχο και την επιτήρηση των χωρικών υδάτων και της ΑΟΖ της χώρας με αντάλλαγμα το 30% των εσόδων απο την πλούσια σε πόρους ΑΟΖ της Σομαλίας , με δεδομένη την γεωγραφική θέση της και την μεγάλης έκτασης ακτογραμμή της, ” εισάγει ” την Τουρκία στο Κέρας της Αφρικής και έτσι στον Κόλπο του Άντεν , τα στρατηγικής σημασίας στενά Bab al Mandeb και την Ερυθρά Θάλασσα. Σε μία χρονική στιγμή που, λόγω των επιθέσεων των Χούτι σε εμπορικά και πολεμικά πλοία στην περιοχή, οι Δυτικές Δυνάμεις και οι Αραβικές χώρες του Κόλπου αναζητούν την ισχυρή δύναμη στην περιοχή που θα αντιπαρατεθεί με τους αντάρτες της Υεμένης και στα πλαίσια της αναζήτησης αυτής εξετάζουν και την Αιθιοπία που επιδιώκει την απόκτηση πρόσβασης στη θάλασσα , και την Σομαλία που αν και έχει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα έχει την πρόσβαση αυτή , η Συμφωνία με την Τουρκία κάνει την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ της, ενώ παράλληλα είναι άκρως επωφελής για την Τουρκία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο η πολιτική της Τουρκικής Αμυντικής Βιομηχανίας όσο και η Συμφωνία της χώρας με τη Σομαλία που ενισχύει την γεωπολιτική της θέση, προσδίδουν στην Τουρκία μια εικόνα ισχύος και νέες διαστάσεις στην εξωτερική της πολιτική.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν οι εξελίξεις αυτές πρέπει να μας απασχολούν, παρά το γεγονός ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σήμερα ,αν και έχουν υπάρξει ορισμένες μεμονωμένες προκλήσεις, κινούνται σε ήρεμα νερά και ο διάλογος συνεχίζεται. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό έδωσε ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας κ.Ν. Δένδιας μιλώντας στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας στη Βουλή, λέγοντας εύστοχα ότι “… Όταν έχω δίπλα μου 100 εκατομμύρια που διαφωνούν με το Διεθνές Δίκαιο, ανησυχώ και πάρα πολύ….”.