Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Η νέα πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί μετά την πανδημία του κορονοϊού στον τρόπο ζωής και εργασίας αλλά και στις ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις είναι δεδομένη. Οπως είναι γνωστό στους περισσότερους, ο κόσμος βρισκόταν σε τροχιά μετασχηματισμού, στην οποία δεσπόζουσα δύναμη είχε η επέκταση της τεχνολογίας και η ανάπτυξη νέων τρόπων εργασίας . Οι επαγγελματικές και κοινωνικές συναναστροφές μπαίνουν σε νέο πλαίσιο το οποίο θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων συσχετισμών δυνάμεων στην πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία σε διεθνές αλλά και σε εθνικό επίπεδο.
Ενώ ο τομέας της Υγείας βρίσκεται στην «πρώτη γραμμή» και υπό την πίεση που δημιουργεί η συνεχής προσπάθεια για την έγκαιρη και επιτυχή, στο μέτρο του δυνατού, αντιμετώπιση των συνεχώς πολλαπλασιαζόμενων κρουσμάτων, η ανεργία στις ΗΠΑ και την Ευρώπη αυξάνεται.
Εκ των πραγμάτων η Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγήθηκε στην αναζήτηση τρόπων, αφενός για να υποστηριχθούν οι χώρες –μέλη που αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά προβλήματα λόγω της πανδημίας, αφετέρου για να διασκεδαστούν οι αρνητικές εντυπώσεις που ήδη έχουν δημιουργηθεί για την στάση της ΕΕ, μετά την αποτυχία του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αφού δεν κατέστη δυνατή η συμφωνία για την έκδοση ευρωπαϊκού ομολόγου για τον κορονοϊό, επειδή ορισμένες χώρες –μέλη με πρώτη τη Γερμανία ( άλλες είναι η Αυστρία, η Ολλανδία, και η Φιλανδία) αντιτάχθηκαν στο σχετικό αίτημα που υπέβαλαν Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα, Κύπρος, Ιρλανδία και Μάλτα .
Η κριτική που διατυπώθηκε και από ορισμένες έγκριτες Γερμανικές εφημερίδες όπως η Frankfurter Rundschau ήταν έντονη. Σε σχετικό άρθρο της αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: « …κι’ όμως τα ομόλογα του κορονοϊού , τουλάχιστον προσωρινά θα αποτελούσαν ένδειξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης όσο κανένα άλλο μέσο χρηματοπιστωτικής πολιτικής….». Επίσης η Die Zeit σε σχετικό άρθρο της αναφέρει ότι: «… Οι ηγέτες της ΕΕ δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν για τα ομόλογα του κορονοϊού. Μια Κοινότητα όμως που εγκαταλείπει τα μέλη της σε ώρα ανάγκης δεν αξίζει να ονομάζεται έτσι….».
Η άποψη για την έκδοση ευρωπαϊκού ομολόγου κορονοϊού, βασίζεται στη διαπίστωση ότι η αναχαίτιση της πανδημίας απαιτεί την επιβολή κρατικών μέτρων αναγκαστικού χαρακτήρα , τα οποία όμως μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη στασιμότητα της οικονομίας. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δυσμενής αυτή εξέλιξη απαιτούνται πολύ μεγάλου μεγέθους κρατικά «πακέτα» διάσωσης ώστε να μπορούν να διατηρηθούν τα κύρια χαρακτηριστικά των οικονομιών και να βοηθούνται οι κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα και οξύτερα προβλήματα. Με αυτό το σκεπτικό η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, συνεπικουρούμενες από την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Κύπρο και τη Μάλτα έθεσαν το ζήτημα της χρηματοδότησης των πακέτων αυτών για την αντιμετώπιση της κρίσης λόγω της πανδημίας, από ένα προσωρινό κοινοτικό ταμείο που θα οργανωνόταν μέσα από την έκδοση ειδικών ομολόγων ( των αποκαλούμενων ομολόγων κορωνοϊού) τα οποία θα εξέδιδαν από κοινού όλες οι χώρες μέλη της Ευρωζώνης.
Η Γερμανία αντέτεινε στην άποψη αυτή τη θέση ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας αποτελεί το μέσο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού. ( Σημειώνεται ότι η διαφωνία σχετικά με το θέμα των ομολόγων –κορονοϊού ήταν και ο βασικός λόγος για την αποτυχία συμφωνίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 20ης Φεβρουαρίου 2020).
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κα Von Der Leyen διερεύνησε σκέψεις και προτάσεις για την εξεύρεση συναινετικής λύσης στην οποία δεν θα περιλαμβάνεται πλέον η έκδοση των ομολόγων κορονοϊού. Έτσι , πριν από τρεις ημέρες , η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επανήλθε με δήλωση της σύμφωνα με την οποία ο νέος Μακροχρόνιος Κοινοτικός Προϋπολογισμός 2021-2027 ( Multiannual Financial Framework (MFF), θέτει τα όρια των κοινοτικών δαπανών στο σύνολο τους και ανά τομέα δραστηριότητας και καλύπτει συνήθως περίοδο πέντε ετών. Ο τελευταίος αντίστοιχος προϋπολογισμός κάλυψε περίοδο επτά ετών.
Οι συζητήσεις για τον νέο Μακροχρόνιο Προϋπολογισμό βρίσκονται σε εξέλιξη αφού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 20ης Φεβρουαρίου του 2020 που συνεκλήθη ειδικά για τον σκοπό αυτό δεν επετεύχθη συμφωνία ), θα πρέπει να είναι το βασικό «εργαλείο» στο σχέδιο ανασυγκρότησης από τις συνέπειες της κρίσης του κορονοϊού, παρομοιάζοντας μάλιστα τον προϋπολογισμό αυτό με το σχέδιο Μάρσαλ που όλες οι χώρες –μέλη θα πρέπει να εκπονήσουν από κοινού. Την άποψη αυτή έσπευσε να στηρίξει και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Charles Michel, και φυσικά αρκετές χώρες –μέλη.
Η επιλογή όμως αυτή δημιούργησε εύλογα ερωτηματικά σε ότι αφορά στο μέλλον άλλων πολιτικών της ΕΕ, αφού η αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού και των συνεπειών της προϋποθέτει, κατά γενική ομολογία, δέσμευση κεφαλαίων σημαντικού ύψους. Η πρώτη από τις πολιτικές αυτές είναι η πολιτική « Green Deal» η οποία έχει χαρακτηριστεί από την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως βασική προτεραιότητα που σηματοδοτεί ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο σκέψης όλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και που δρομολογεί τον οδικό χάρτη για τον μετασχηματισμό της «Ευρωπαϊκής οικονομίας» σε οικονομία χωρίς εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα ( carbon-neutral economy) ως το 2050.
Ωστόσο δεν έλειψαν οι διαφορετικές απόψεις που διατυπώθηκαν από τον Πρωθυπουργό της Τσεχίας, Andrej Babis σύμφωνα με τον οποίο η Ευρώπη πρέπει επί του παρόντος να ξεχάσει την πολιτική «Green Deal» και να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού.
Επισήμως βέβαια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή , παραμένει προσηλωμένη στην υλοποίηση της πολιτικής «Green Deal» αν και σύμφωνα με αξιόπιστες δημοσιογραφικές πληροφορίες, αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους παραδέχονται ότι η Επιτροπή οδηγείται σε επανεξέταση των προτεραιοτήτων της προκειμένου να «ρίξει» όλο το βάρος της στην προσπάθεια για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης του κορονοϊού και των περιορισμών που δημιουργούνται από την εργασία εξ’ αποστάσεως .
Σε αυτό το πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκινά δημόσια διαβούλευση εξ ’αποστάσεως ( online) που αποσκοπεί στη συλλογή προτάσεων και απόψεων σχετικά με το αν η ΕΕ πρέπει να τροποποιήσει τους περιβαλλοντικούς της στόχους για το 2030, με άμεσο όμως στόχο της την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης του κορονοϊού, και την συνέχεια βέβαια των προπαρασκευαστικών εργασιών της για την υλοποίηση μακροχρόνιων πολιτικών όπως η πολιτική « Green Deal».