Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Η πρόσφατη τριμερής συνάντηση των συμβούλων Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ , Τζον Μπόλτον, της Ρωσίας, Πακούσεβ και του Ισραήλ Μέιρ Μπεν Σαμπάτ, συζητήθηκε αρκετά κυρίως σε σχέση με τις μελλοντικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, πράγμα λογικό αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι και οι τρεις χώρες των οποίων τους ηγέτες εκπροσωπούν οι τρεις Σύμβουλοι, έχουν ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή αυτή.
Όμως η ημερήσια διάταξη μιας τόσο σημαντικής συνάντησης δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο στη συζήτηση για το μέλλον μιας περιοχής όσο σημαντική και αν είναι αυτή. Αφορά ,προφανώς και ευρύτερα θέματα που συνδέονται με την προσπάθεια κυρίως των ΗΠΑ για την αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας δυνάμεων στον Πλανήτη.
Οι ΗΠΑ παρακολουθούν με πολύ προσοχή τις διεθνείς δραστηριότητες και της Ρωσίας και ιδιαίτερα της Κίνας που εκτείνονται σε διάφορες περιοχές του Πλανήτη, με τελευταία την Αρκτική , που απέχει «ένα βήμα» από τις ΗΠΑ και θεωρούν όπως άλλωστε προκύπτει από τις αναλύσεις πολλών υπηρεσιών του Αμερικανικού κράτους, ότι οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν ώστε να μην πλήξουν ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Παρά το γεγονός ότι και ορισμένες δραστηριότητες της Ρωσίας βρίσκονται στο στόχαστρο των ΗΠΑ, όπως η έρευνα για ενδεχόμενη ανάμειξη της Μόσχας στις Αμερικανικές εκλογές του 2016, και η τελευταία αυξημένη Ρωσική κινητικότητα σε περιοχές όπως η Αρκτική, οι δραστηριότητες της Κίνας αποτελούν προτεραιότητα για την Ουάσινγκτον . Η πρωτοβουλία « Μια ζώνη , ένας Δρόμος» ( Belt and Road Initiative) που εξασφάλισε στην Κίνα παρουσία σε 100 και πλέον χώρες στον Πλανήτη, οι δραστηριότητες της Κινέζικης εταιρείας υψηλής τεχνολογίας Huawei στις οποίες όπως θεωρούν οι ΗΠΑ, περιλαμβάνεται και η κατασκοπεία, και η οικονομική ισχύς που έχει καταστήσει πολλές χώρες «οικονομικούς ομήρους» λόγω της δεσπόζουσας θέσης της Κίνας στην κατοχή ομολόγων, έχουν οδηγήσει τις ΗΠΑ να αναζητούν τρόπους αντίδρασης στον Σινικό επεκτατισμό.
Κάποιοι ειδικοί στις ΗΠΑ όπως ο διακεκριμένος διεθνολόγος Graham Allison αναφέρθηκαν στο ενδεχόμενο πολεμικής αναμέτρησης ανάμεσα στις δύο χώρες.Όμως το δημοσιονομικό κόστος ενός τέτοιου ενδεχομένου θα ήταν τεράστιο κυρίως για τις ΗΠΑ, που αυτή την περίοδο βρίσκονται στην τροχιά ανάπτυξης της οικονομίας τους. Έτσι αν και το ενδεχόμενο μιας πολεμικής αναμέτρησης είναι υπαρκτό, αυτή τουλάχιστον την περίοδο επικρατεί η άποψη, ότι ο Σινικός επεκτατισμός πρέπει να αντιμετωπιστεί με πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά μέσα. Και αυτή ακριβώς η θεώρηση έχει ως αποτέλεσμα και το πρώτο σημαντικό βήμα προσέγγισης με τη Ρωσία.
Αν και οι σχέσεις Ρωσίας- Κίνας είναι αναμφισβήτητα καλύτερες από ότι οι αντίστοιχες σχέσεις με τις ΗΠΑ, ο Πρόεδρος Πούτιν , γέννημα- θρέμμα του Σοβιετικού συστήματος, δεν ξεχνά τους παλαιότερους ανταγωνισμούς, αντιπαλότητες και κρίσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα του Μάο . Έτσι πίσω από τα χαμόγελα στις συναντήσεις του Ρώσου Προέδρου με τον Κινέζο ομόλογο του, υπάρχει πάντα η καχυποψία για τις πραγματικές προθέσεις του «Κινέζικου Δράκου». Δεν ξεχνά βέβαια ο Ρώσος Πρόεδρος και το γεγονός ότι οι σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης με τις ΗΠΑ, που για μία μεγάλη χρονική περίοδο ήταν οι κυρίαρχες πυρηνικές δυνάμεις στο Διεθνές Σύστημα , παρά τον ανταγωνισμό τους , είχαν ως βάση τους ιδιαίτερα όταν τα πράγματα έφταναν σε κρίσιμα επίπεδα , τον διάλογο προκειμένου να αποτραπεί μια σύρραξη που θα ήταν καταστροφική και για τους δύο και φυσικά για ολόκληρο τον Πλανήτη.
Βέβαια η ιστορία αποδεικνύει, ότι οι διεθνείς συναντήσεις και συμφωνίες ιδιαίτερα μεταξύ των ισχυρών του πλανήτη έχουν ως βάση τους την συνδιαλλαγή με τη λογική ενός επωφελούς για όλους αποτελέσματος ( win-win situation σύμφωνα με τη θεωρία των παιγνίων) . ‘Ετσι ο καθένας από τους τρεις συνομιλητές έθεσε τα θέματα που είναι για τη χώρα του ζωτικής σημασίας , ξεκινώντας από την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου η εξεύρεση λύσης στη συνεχιζόμενη κρίση στη Συρία αποτελεί προτεραιότητα . Για την Ρωσία η εδραίωση της «δεσπόζουσας» θέσης της στη Συρία που περνά μέσα από το καθεστώς Άσαντ, είναι ζωτικής σημασίας. Για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ η ίδρυση ανεξάρτητου Κουρδικού κράτους πρώτα από τις ήδη αυτόνομες περιοχές των Κούρδων στο Ιράκ και στη Συρία και στη συνέχεια με τμήματα της Νοτιοανατολικής Τουρκίας και του Ιράν όπου ζουν Κούρδοι, και η αναγνώριση των υψωμάτων του Γκολάν ως τμήματος της Ισραηλινής Επικράτειας είναι ζωτικής σημασίας, αφού και οι δύο έχουν ως στόχο πρώτα τον ουσιαστικό περιορισμό των δραστηριοτήτων του Ιράν, το οποίο επιθυμεί να έχει κυριαρχικό ρόλο στην περιοχή, πράγμα που θεωρούν εμπόδιο στην εξεύρεση λύσης και στη συνέχεια την αποστολή ενός ισχυρού μηνύματος στην Τουρκία του κυρίου Ερντογάν, ο οποίος για μεν τις ΗΠΑ αποτελεί «κόκκινο πανί» λόγω της προμήθειας του Ρωσικού συστήματος S-400, για δε το Ισραήλ επίσης λόγω των στενών σχέσεων του με το Ιράν αλλά και με Σουνιτικές μουσουλμανικές οργανώσεις. Σήμερα βέβαια έγινε γνωστό ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κύριος Τραμπ στη συνάντηση του με τον Τούρκο ομόλογο του κ. Ερντογάν εμφανίστηκε διαλλακτικός, επιρρίπτοντας όλες τις ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση των Αμερικανοτουρκικών σχέσεων στον προκάτοχο του κύριο Ομπάμα, τον οποίο κατηγόρησε ότι δεν προώθησε την σύναψη συμφωνίας για την παράδοση στην Τουρκία του συστήματος Patriot, κίνηση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ύστατη προσπάθεια συνδιαλλαγής πριν επέλθει η οριστική ρήξη.
Αυτή όμως η συζήτηση θέτει για τη Ρωσία ένα μάλλον σοβαρό δίλημμα που συνίσταται στο αν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει την Τουρκία του κ. Ερντογάν, με την οποία την τελευταία περίοδο έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με αποκορύφωμα την πώληση του συστήματος S-400 και η οποία διακηρύσσει τα ζωτικά συμφέροντα της στη Μέση Ανατολή. Εδώ υπεισέρχεται ένα ακόμη ζήτημα ζωτικής σημασίας για τη Ρωσία, που δεν είναι άλλο από την αναγνώριση της Ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία και στη Ανατολική Ουκρανία, που έχει στοιχίσει στον Πρόεδρο Πούτιν αρνητική διεθνή κριτική και κυρώσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Το κύριο ερώτημα εδώ είναι αν η αναγνώριση από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ αφενός της δεσπόζουσας θέσης της Ρωσίας στη Συρία και αφετέρου των Ρωσικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία και η ως εκ τούτου άρση των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας , αποτελούν αντιστάθμισμα των σχέσεων με την Τουρκία του κ. Ερντογάν, η καρέκλα του οποίου άρχισε να τρίζει μετά την συντριπτική ήττα που υπέστη στις επαναληπτικές εκλογές για τον Δήμο της Κωνσταντινούπολης .
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι μάλλον θετική, αφού η αναγνώριση των Ρωσικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία και η άρση των κυρώσεων σε συνδυασμό με την αναγνώριση της δεσπόζουσας θέσης της Ρωσίας στη Συρία, εξυπηρετεί πολύ περισσότερα Ρωσικά συμφέροντα σε σημαντικούς τομείς όπως ο ενεργειακός, σε σχέση με την πώληση του συστήματος S-400 στην Τουρκία του κ. Ερντογάν του οποίου το γόητρο έχει πλέον υποστεί σοβαρό πλήγμα. Άλλωστε, μία απομάκρυνση από τον δικτατορικών τάσεων Τούρκο Πρόεδρο τώρα, επιτρέπει και την εγγραφή μιας Ρωσικής υποθήκης για το μέλλον που όπως φαίνεται τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά στην Τουρκία.
Μια συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας-Ισραήλ ( η παρουσία του Ισραήλ κρίνεται απαραίτητη όχι μόνο στα θέματα της Μέσης Ανατολής, αλλά γενικότερα λόγω της προνομιακής θέσης της χώρας στον κόσμο των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την σύναψη και τήρηση τέτοιων συμφωνιών) για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή θα συνιστά , χωρίς αμφιβολία, ένα πρώτο βήμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίστοιχες συμφωνίες για άλλα σημαντικά διεθνή ζητήματα με πρώτο τον ενεργειακό συσχετισμό δυνάμεων. Τέτοιες συμφωνίες εφόσον υπάρξουν, και μάλλον θα υπάρξουν , αθροιζόμενες θα σκιαγραφούν την νέα ισορροπία δυνάμεων στον Πλανήτη, την οποία οι ΗΠΑ κυρίως θα επιδιώξουν να επιβάλλουν στην Κίνα.