AllTimeClassic
Μυστήριο , φαινομενικά, καλύπτει τις πραγματικές προθέσεις των ΗΠΑ σχετικά με ζήτημα του τερματισμού της συμμετοχής της Τουρκίας στο πρόγραμμα των υπερσύγχρονων μαχητικών F35. Οι δηλώσεις της Αμερικανίδας υφυπουργού Άμυνας κας Έλλεν Λόρντ και του βοηθού υφυπουργού Άμυνας κυρίου Ντ. Τράχτενμπεργκ σχετικά με τη διαδικασία και το κόστος της αποπομπής της Τουρκίας από το πρόγραμμα και για την Τουρκία και για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δημιούργησαν εύλογα ερωτήματα, αφού και οι δύο αρμόδιοι αξιωματούχοι από τη μία πλευρά αναφέρθηκαν στη διαδικασία της αποπομπής, από την άλλη όμως διευκρίνισαν ότι ο τερματισμός της Τουρκικής συμμετοχής στο πρόγραμμα των F35 συνιστά συγκεκριμένη αντίδραση σε συγκεκριμένη ενέργεια, μίλησαν για πολύ στενή συνεργασία σε επίπεδο ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών και χαρακτήρισαν την Τουρκία αξιόπιστο στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ, δίνοντας της διορία ως τον Μάρτιο 2020 να μην ενεργοποιήσει το σύστημα των S400.
Η στάση αυτή των ΗΠΑ θα πρέπει να ερμηνευτεί ως μία ύστατη προσπάθεια προκειμένου η Τουρκία να μην απεμπλακεί από την «Δυτική Συμμαχία» και αναπτύξει ακόμη πιο στενές σχέσεις με την Ρωσία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο ο Αμερικανός Πρόεδρος όσο και η Αμερικανική Διοίκηση θεωρούν, προς το παρόν τουλάχιστον, ότι όσο δεν έχουν αποφασίσει για τον ακριβή τρόπο με τον οποίο θα καλυφθεί το κενό που θα δημιουργούσε η απεμπλοκή της Τουρκίας, και θα διατηρηθούν οι ισορροπίες που μέχρι στιγμής υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, θα πρέπει να τηρούν μία μάλλον «διπλωματική» στάση απέναντι στη χώρα και τον Πρόεδρο της Ρ. Τ. Ερντογάν. Εξ’ ου και η απάντηση περί σημείωσης στην ευθεία τοποθέτηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών κ. Ν. Δένδια για ανάγκη αποσαφήνισης της Αμερικανικής θέσης ως προς την Τουρκία και τις δραστηριότητες της.
Το επόμενο διάστημα οι αρμόδιοι παράγοντες στις ΗΠΑ θα αξιολογήσουν πάντα με γνώμονα τα συμφέροντά τους ( ας μη λησμονούμε αυτή την πραγματικότητα) το περιεχόμενο των συζητήσεων των δύο υπουργών σε συνδυασμό και με το περιεχόμενο της συνάντησης που επιθυμούν να γίνει στο άμεσο μέλλον στην Αθήνα, αλλά και με το περιεχόμενο επαφών που προφανώς θα έχουν με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και ίσως τη Σαουδική Αραβία, προκειμένου να αρχίσουν να διαμορφώνουν άποψη για την ακολουθητέα πολιτική. Η διορία προς την Τουρκία ως τον Μάρτιο του 2020 εξυπηρετεί αυτόν ακριβώς τον σκοπό.
Με αυτό ως δεδομένο τα βήματα της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου , το επόμενο διάστημα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά . Το κύριο ερώτημα που προκύπτει είναι με βάση τα όσα ειπώθηκαν και θα ειπωθούν από την πλευρά των ΗΠΑ , ως ποιο σημείο εμβάθυνσης των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι διατεθειμένη η Ελλάδα να φθάσει και σε ποιο βαθμό η χώρα είναι διατεθειμένη και μπορεί να ικανοποιήσει τις Αμερικανικές απαιτήσεις που θα διατυπωθούν, προκειμένου να καλυφθεί το κενό που θα δημιουργηθεί στην περίπτωση ολοκληρωτικής πλέον απομάκρυνσης της Τουρκίας από το Αμερικανονατοϊκό πλαίσιο. Ερώτημα κρίσιμο αφού η απάντηση σε αυτό περικλείει εξωτερικές προεκτάσεις που συνδέονται κυρίως με την συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, οι σχέσεις των ΗΠΑ με την οποία δεν είναι και στο καλύτερο δυνατό σημείο λόγω διαφορετικών απόψεων στη διαχείριση ορισμένων κρίσιμων θεμάτων, και εσωτερικές προεκτάσεις που έχουν σχέση με τις αντιδράσεις των άλλων κομμάτων , αν και η σημερινή αξιωματική Αντιπολίτευση τουλάχιστον δεν θα μπορούσε να εκφράσει πολλές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, αφού η αναβάθμιση της χώρας σε στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ ξεκίνησε επί των ημερών της.
Ένα δεύτερο ερώτημα αφορά στο περιεχόμενο των Αμερικανικών απόψεων σχετικά με το μέλλον των «ανοικτών θεμάτων» που αντιμετωπίζει η χώρα μας , που μετά την σύναψη της Συμφωνίας των Πρεσπών, είναι οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό και οι σχέσεις με την Αλβανία. Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι αν και κατά πόσο θα θελήσουν οι ΗΠΑ την ταχεία ρύθμιση των ζητημάτων αυτών προκειμένου να μην υπάρχουν «ανοικτά μέτωπα» ώστε η Ελλάδα να μην αποτελεί, ως εμπλεκόμενη χώρα, μέρος του προβλήματος μη δίνοντας σημασία στο κόστος που μπορεί να έχει μια τέτοια εξέλιξη για τη χώρα και ειδικότερα για την Ελληνική Κυβέρνηση.
Το τρίτο ζήτημα που προκύπτει είναι η εκπόνηση , από την Ελληνική πλευρά , μιας μακρόπνοης στρατηγικής για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Βέβαια τα αποτελέσματα των διεξαγόμενων συζητήσεων θα έχουν σημασία για την διαμόρφωση της στρατηγικής αυτής. Ανεξάρτητα όμως από αυτό η Ελλάδα θα πρέπει, πρώτον να επιμένει στην ανάγκη διατήρησης της στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο, που αποτελεί μια αρχή που υιοθετήθηκε μετά το 1978 όταν ήρθη το embargo στην αποστολή όπλων προς την Τουρκία ( είχε επιβληθεί από το Κογκρέσο των ΗΠΑ μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974) και τηρήθηκε και από τις ΗΠΑ και βέβαια από διαδοχικές Ελληνικές Κυβερνήσεις , δεύτερον να διατηρεί διαύλους επικοινωνίας και με την Κυβέρνηση και με μέλη του Κογκρέσου ( υπό αυτή την έννοια η έκφραση δυσαρέσκειας του Προέδρου της Κύπρου κ. Αναστασιάδη προς τον Γερουσιαστή Μενέντεζ ήταν μάλλον άστοχη ενέργεια), και με Δεξαμενές σκέψεις που λόγω των συμβολαίων που αναλαμβάνουν κυρίως από την Αμερικανική Κυβέρνηση παράγουν πολιτική και τρίτον να αυξήσει την ενεργό παρουσία της στις ΗΠΑ ώστε να είναι σε θέση να «εξουδετερώνει» τις Τουρκικές παρεμβάσεις .
Το επόμενο διάστημα είναι πράγματι πολύ κρίσιμο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι αντιμετωπίσιμο.