AllTimeClassic
Ο απόπλους του τέταρτου Τουρκικού ερευνητικού σκάφους « Ορούτς Ρέις» με κατεύθυνση την θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου ( σύμπλεγμα Μεγίστης) όπου σύμφωνα με τις δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, ξεκινώντας από τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου, θα πραγματοποιήσει έρευνες , αποτελεί μία ακόμη απόδειξη ότι η Τουρκία σφίγγει αυτή τη φορά επικίνδυνα τον «κλοιό» γύρω από την Ελλάδα, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό την πίεση στη χώρα μας. Φρόντισε μάλιστα να έχει για τις παράνομες ενέργειες της την υψηλότερη δυνατή πολιτική κάλυψη, αφού όπως αποδεικνύεται από δημοσίευμα της ιστοσελίδας « Militaire» η Τουρκική Κυβέρνηση εξασφάλισε απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης υπογεγραμμένη από όλα τα κόμματα, σύμφωνα με την οποία εγκρίνεται η πολιτική για την «προάσπιση των Τουρκικών συμφερόντων» στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.
Η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά ότι η θαλάσσια περιοχή στην οποία κατευθύνεται το ερευνητικό σκάφος «Ορούτς Ρέις» βρίσκεται εντός της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Εκμεταλλεύεται όμως το γεγονός ότι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία δεν έχει γίνει ακόμη και συνεπώς στέλνοντας εκεί το ερευνητικό της σκάφος, φιλοδοξεί να δημιουργήσει πρώτα ένα ακόμη τετελεσμένο γεγονός και στη συνέχεια να αυξήσει την ένταση με κίνδυνο ένα «θερμό» επεισόδιο που θα είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο χωρών, στις οποίες η Τουρκία φιλοδοξεί να επιβάλλει τις απόψεις της και για την συρρίκνωση των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, και για την συν-διαχείριση και συν-εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου.
Η Ελλάδα βέβαια, όπως άλλωστε προκύπτει και από την ειδησεογραφία του Σαββατοκύριακου, είναι από κάθε άποψη έτοιμη να αντιμετωπίσει τις νέες Τουρκικές προκλήσεις, θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο με την κωδική ονομασία «Λερναία Ύδρα». Παράλληλα όμως με την επιχειρησιακή διάσταση, υπάρχει και το σημαντικό θέμα της κατάστασης που θα έχει διαμορφωθεί την «επόμενη ημέρα» είτε υπάρξει «θερμό επεισόδιο» είτε αυτό αποτραπεί την τελευταία στιγμή. Όπως προκύπτει από τις κατά καιρούς δηλώσεις αξιωματούχων ορισμένων χωρών, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ , οι παραινέσεις και συστάσεις και προς τις δύο χώρες θα τις καλούν σε διαπραγματεύσεις με σκοπό να βρεθούν , κοινά αποδεκτές λύσεις ώστε να αποτραπούν οι κίνδυνοι νέων εντάσεων στην περιοχή.
Και βέβαια το κύριο ζήτημα δεν είναι οι διαπραγματεύσεις ως διαδικασία. Άλλωστε διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχουν γίνει και στο παρελθόν χωρίς όμως θεαματικά αποτελέσματα ,λόγω της Τουρκικής αδιαλλαξίας (Βλ. συνομιλίες Α. Παπανδρέου με Οζάλ στο Davos το 1987 μετά την κρίση του Μαρτίου του ιδίου χρόνου, κρίση που έληξε την τελευταία στιγμή χωρίς «θερμό» επεισόδιο, και επίσης σοβαρή κρίση στα Ίμια και μετέπειτα συνομιλίες Μαδρίτης). Το κύριο ζήτημα θα είναι η ημερήσια διάταξη των διαπραγματεύσεων αυτών. Η Τουρκία , θα προσέλθει με τις γνωστές θέσεις της, τις οποίες επιδιώκει να ενισχύσει και με τα τετελεσμένα γεγονότα που προσπαθεί να δημιουργήσει στο Αιγαίο, όπως άλλωστε έπραξε και στην Κύπρο αμέσως μετά την παράνομη εισβολή των Τουρκικών στρατευμάτων το 1974, και την παράνομη κατοχή εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας όπου μεταξύ άλλων, μεταφέροντας εποίκους άλλαξε και την πληθυσμιακή σύσταση των Τουρκοκυπρίων, γεγονός που εκμεταλλεύθηκε στη συνέχεια στις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού. Το αν η Ελλάδα θα πρέπει να προσέλθει σε διμερείς διαπραγματεύσεις με δεδομένη την αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας απλά για να απορρίψει τους Τουρκικούς παραλογισμούς είναι το κύριο ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει τη χώρα μας.
Υπάρχει βέβαια και το ενδεχόμενο επειδή η στρατηγική σημασία του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου εκτείνεται πλέον πέρα και πάνω από τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, να προταθούν, ίσως και από την ίδια την Τουρκία, η οποία όπως είναι γνωστό αντιμετωπίζει ζητήματα και στα σύνορα της με τη Συρία, αντί για διμερείς, πολυμερείς διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή και άλλων ενδιαφερομένων, λόγω των συμφερόντων τους, χωρών ( ΗΠΑ, αναπόφευκτα Ρωσία, Γαλλία, Ισραήλ, Μεγ. Βρετανία ,Αίγυπτο , φυσικά Κύπρο και εκπροσώπους των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης) όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις διεθνώς.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εκ πρώτης όψεως δείχνει ότι παρέχει μία περισσότερη ασφάλεια στην ανασφάλεια των διμερών διαπραγματεύσεων, κύρια αιτία της οποίας είναι η Τουρκική αδιαλλαξία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και αυτή η διαδικασία δεν περικλείει ορισμένους κινδύνους με πρώτο και κύριο η Τουρκία να επιδιώξει μία τέτοια διάσκεψη να έχει ως αποτέλεσμα τη σύναψη μιας νέας συνθήκης, η οποία να αντικαταστήσει, πριν την τυπική λήξη της ισχύος της, τη Συνθήκη της Λωζάννης, πράγμα το οποίο , όπως είναι γνωστό, έχει σε πολλές περιπτώσεις δηλώσει ότι επιθυμεί ο Πρόεδρος της Τουρκίας κ. Ερντογάν.
Σε μία τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα πρέπει να προσέλθει με τις προτάσεις της, τις οποίες και να υπερασπιστεί σθεναρά, πράγμα που μπορεί βέβαια να πράξει και μάλιστα με επιτυχία εκμεταλλευόμενη , πέραν της ορθότητας των θέσεων της και τη διεθνή συγκυρία, που είναι κατά κύριο λόγο υπέρ της.