Φωτογραφία: Royal Avenue Belfast Commons Wikipedia
Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Τους προβληματισμούς και την έντονη ανησυχία τους για το μέλλον εκφράζουν οι Ιρλανδοί , όσο βλέπουν ότι το ζήτημα του καθεστώτος των συνόρων της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας με τη Βόρεια Ιρλανδία που όπως είναι γνωστό θεωρείται τμήμα τηςBρετανικής Επικράτειας,παραμένει ένα ακανθώδες πρόβλημα για την σύναψη της τελικής συμφωνίας ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση για το Brexit.
Ήταν η Μεγάλη Παρασκευή το 1998 όταν εκπρόσωποι της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και εκπρόσωποι της Βόρειας Ιρλανδίας υπέγραψαν την Συμφωνία που ονομάστηκε Συμφωνία του Μπέλφαστ η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής , θέτοντας με τον τρόπο αυτό τέλος σε αιματηρές συγκρούσεις δεκαετιών. Ένα από τα πιο ουσιαστικά αποτελέσματα της συμφωνίας που εγκρίθηκε με δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν στις 22 Μαϊου και στις δύο πλευρές των συνόρων , και που μεταξύ άλλων ρύθμιζε και τις σχέσεις της Μεγάλης Βρετανίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και το ειδικό καθεστώς στη Βόρεια Ιρλανδία, ήταν και η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών από την Δημοκρατία της Ιρλανδίας προς τη Βόρεια Ιρλανδία , αφού λόγω της σχέσης της δεύτερης με την Μεγάλη Βρετανία, επρόκειτο για σχέσεις δύο χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατά την άποψη ειδικών αυτή η εξέλιξη και οι εμπορικές κυρίως σχέσεις που αναπτύχθηκαν ένθεν κακείθεν των συνόρων, συνέβαλαν ουσιαστικά στην διατήρηση της ειρήνης στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. Η απόφαση όμως της Μεγάλης Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση επανέφερε το θέμα του καθεστώτος των συνόρων ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τη Βόρεια Ιρλανδία. Το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι με το Brexit, θα πρόκειται πλέον για σύνορα ανάμεσα σε μία χώρα μέλος της Ε.Ε (Δημοκρατία της Ιρλανδίας) και μία «Τρίτη χώρα» εκτός Ε.Ε που θα θεωρείται πλέον η Μεγάλη Βρετανία μετά το Brexit. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση το καθεστώς της ελεύθερης διακίνησης ατόμων και αγαθών που ίσχυε ως σήμερα θα πρέπει να αλλάξει γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά των Κοινοτικών ελέγχων στα σύνορα.
Όπως άλλωστε έγινε σαφές και κατά την διάρκεια της πρόσφατης πολιτικής κρίσης στην Μεγάλη Βρετανία , το θέμα του μελλοντικού καθεστώτος των συνόρων ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και την Βόρεια Ιρλανδία είναι πολύ ευαίσθητο αφού τόσο στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας όσο και στη Μεγάλη Βρετανία η πλειοψηφία επιθυμεί να μην αλλάξει τίποτε στο καθεστώς αυτό, παρά το Brexit, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από τις Βρυξέλλες. Παρά τις συζητήσεις και την υποβολή κάποιων συμβιβαστικών προτάσεων από την πλευρά της Ε.Ε που προβλέπουν ένα ειδικό καθεστώς ελέγχων για τη Βόρεια Ιρλανδία, το ζήτημα δεν φαίνεται να επιλύεται σύντομα, κυρίως γιατί η Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας δεν φαίνεται να αποδέχεται ότι μπορεί η Βόρεια Ιρλανδία, να διέπεται από διαφορετικό καθεστώς ελέγχων από αυτό που θα διέπεται η Μεγάλη Βρετανία.
Τα πράγματα θα γίνουν πολύ πιο δύσκολα στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία για το Brexit και η Μεγάλη Βρετανία εγκαταλείψει την Ε.Ε χωρίς συμφωνία ( Brexit with no Deal), οπότε στα σύνορα της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας με τη Βόρειο Ιρλανδία θα ισχύσει το καθεστώς που ισχύει στα σύνορα της Ε.Ε με τρίτες χώρες. Μία τέτοια εξέλιξη κατά την άποψη πολλών Ιρλανδών θα διατάρασσε τις συνθήκες ομαλότητας που σήμερα χαρακτηρίζουν την περιοχή και θα έθετε σε κίνδυνο την ειρήνη που έχει επιτευχθεί από το 1998 με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής επαναφέροντας τις εντάσεις και τις αντιπαραθέσεις του παρελθόντος.
Και μόνο για τον λόγο αυτό πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία.