Φωτογραφία από το Αρχείο της ΕΡΤ ο Ανδρέας Παπανδρέου στην πρώτη Ελληνική προεδρία της ΕΟΚ
Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Για την εξωτερική πολιτική των Κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου και τις θέσεις και αποφάσεις του για τις σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΟΚ τότε, τις ΗΠΑ και την Τουρκία, έχουν κατά καιρούς γραφτεί αρκετά άξια προσοχής άρθρα και σχόλια, πέρα από την εκτενή κάλυψη των γεγονότων όταν αυτά συνέβαιναν, που σήμερα πλέον αποτελούν σημαντικά ιστορικά στοιχεία. Ίσως το θέμα που έχει φωτιστεί λιγότερο είναι, η φιλοσοφία και η μεθοδολογική προσέγγιση που ο Ανδρέας Παπανδρέου ακολουθούσε για την διαμόρφωση των θέσεων και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής.
Ως διακεκριμένος οικονομολόγος με τεράστια μόρφωση και ευρύτατους ορίζοντες, ο Ανδρέας Παπανδρέου διέγνωσε ευθύς εξ’ αρχής την σχέση ανάμεσα στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική και την αλληλεπίδραση των όσων συνέβαιναν στο πεδίο της μιας επί των εξελίξεων στο πεδίο της άλλης. Αυτή η διάγνωση είχε ως αποτέλεσμα την διαρκή ενασχόληση του με τα εξωτερικά θέματα, μια ενασχόληση που κάλυπτε όχι μόνο την αντιμετώπιση των θεμάτων και των προβλημάτων που συνιστούσαν την καθημερινότητα της Ελληνικής Εξωτερικής πολιτικής αλλά και την συνεχή παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου θεωρούσε ότι η εξωτερική πολιτική είναι έννοια ευρύτερη, που κάλυπτε περισσότερους τομείς από την καθημερινή διεκπεραίωση των θεμάτων που συνιστούσαν τις επίσημες διακρατικές σχέσεις, την ευθύνη για τις οποίες είχε το Υπουργείο Εξωτερικών και ως εκ τούτου θεωρούσε ότι για την διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής απαιτείται η συνεργασία περισσοτέρων τομέων και ειδικοτήτων,ενώ παράλληλα επιχείρησε να δώσει μια άλλη οπτική για τις βασικές παραμέτρους που την προσδιορίζουν. Γνώστης των αξιοσημείωτων θεωριών του φίλου του Αιγύπτιου οικονομολόγου Σαμίρ Αμίν, ο Ανδρέας Παπανδρέου θα μιλήσει για τις σχέσεις εξάρτησης στο Διεθνές Σύστημα,την ανάγκη δημιουργίας ενός πολυπολικού κόσμου και τις σχέσεις κέντρου και περιφέρειας στις διεθνείς σχέσεις, συμπεριλαμβάνοντας την προσέγγιση αυτή στην κριτική του για τις διεθνείς εξελίξεις, αλλά και για τα προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, ο Παπανδρέου διεύρυνε τους ορίζοντες της Ελληνικής Εξωτερικής πολιτικής , εισάγοντας νέες προσεγγίσεις σε σχέση με το παρελθόν, νέες επιλογές , νέα θέματα προς παρακολούθηση, όπως για παράδειγμα το θέμα της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων και αποφάσεις για την ανάπτυξη νέων σχέσεων με άλλα κράτη σε άλλες πλην της Ευρώπης περιοχές του Πλανήτη, όπως για παράδειγμα οι σχέσεις με την Ινδία και με χώρες της Νοτίου Αμερικής ( π.χ Αργεντινή). Παράλληλα , έδωσε αρκετή σημασία στην οργάνωση των δομών για την διαμόρφωση των θέσεων της Εξωτερικής πολιτικής, δημιουργώντας θεσμικά όργανα όπως το ΚΥΣΕΑ, όπως επίσης και στην συλλογή πληροφοριών, γνωρίζοντας την δύναμη που οι πληροφορίες προσέδιδαν σε εκείνον που τις κατείχε, στρέφοντας παράλληλα την προσοχή του και στην μεθοδολογία για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής όπου εφήρμοζε, σε πολλές περιπτώσεις ,αξιώματα από την θεωρία των παιγνίων.
Η ενασχόληση του με το θέμα της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων, πέρα από τις θέσεις που αποφάσιζε ότι η Ελλάδα έπρεπε να υποστηρίζει στα πλαίσια των Διεθνών Οργανισμών και ιδιαίτερα του ΝΑΤΟ (βλ. Θέμα εγκατάστασης πυραύλων Πέρσινγκ και Κρούζ στη Ευρώπη την δεκαετία του ’80), τον οδήγησε στο να ανταποκριθεί στην πρόσκληση για συμμετοχή μαζί με τους Προέδρους Ραούλ Αλφονσίν της Αργεντινής, Τζούλιους Νυερέρε της Τανζανίας, Ράτζιω Γκάντι της Ινδίας ,Όλαφ Πάλμε της Σουηδίας και Μιγκέλ Ντε λα Μαντρίτ του Μεξικού, στην πρωτοβουλία των πέντε Ηπείρων και των έξι Ηγετών για την ειρήνη και την μη εξάπλωση των πυρηνικών όπλων, στα πλαίσια της οποίας ανέλαβε σημαντικές δραστηριότητες για την διεθνή ειρήνη και τον αφοπλισμό, αναπτύσσοντας σε διαλέξεις του,όπως η διάλεξη του, ενώπιον της Διεθνούς Ένωσης Γιατρών για την αποτροπή ενός πυρηνικού πολέμου στo Ελσίνκι της Φιλανδίας το 1984, τους κινδύνους των πυρηνικών εξοπλισμών για την ανθρωπότητα. Παράλληλα , τον οδήγησε στην απόφαση να διευρύνει την ήδη υπάρχουσα πολιτική της Διαβαλκανικής συνεργασίας θέτοντας το θέμα της αποπυρηνικοποίησης των Βαλκανίων και του χαρακτηρισμού της περιοχής ως αποπυρηνικοποιημένης ζώνης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε ότι σημαντική επιλογή σε σχέση με την εξωτερική πολιτική ήταν και η συμμετοχή και ο ρόλος της Ελλάδας σε ευρύτερες διεθνείς εξελίξεις, θεωρώντας ότι αυτή η συμμετοχή ενίσχυε σημαντικά την διεθνή θέση της χώρας . Δύο σημαντικά παραδείγματα σχετικά με την άποψη αυτή, ήταν πρώτον η συμμετοχή και η βοήθεια της χώρας στην αποχώρηση Παλαιστινίων από την Δυτική Βηρυτό το 1982 και στην μεταφορά τους με ελληνικά πλοία στην Τύνιδα με ενδιάμεσο σταθμό τον Πειραιά και η συνάντηση κορυφής το 1984 στην Κρήτη, με τον τότε Πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν και τον ηγέτη της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι για το θέμα της αποχώρησης των Λιβυκών στρατευμάτων από το Τσαντ. Η συνάντηση αυτή- την προετοιμασία της οποίας είχε επιμεληθεί με απόλυτη μυστικότητα ο τότε έμπιστος σύμβουλος του Γάλλου Προέδρου και μετέπειτα Υπουργός των Εξωτερικών της Γαλλίας Roland Duma-θα πραγματοποιηθεί χάρις στην στενή φιλία του Ανδρέα και με τον Πρόεδρο της Γαλλίας και με τον Λίβυο ηγέτη. Αυτή μάλιστα η στενή σχέση του, έκανε πολλούς να διερωτώνται, γιατί τότε ο Παπανδρέου δεν συμφώνησε με τον Καντάφι για την ανακήρυξη και οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα στην Ελλάδα και την Λιβύη.
Σημαντική όμως ήταν και η προσπάθεια του Ανδρέα Παπανδρέου για την αποσαφήνιση προβλημάτων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα εδώ να είναι η εισαγωγή του όρου στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, σχετικά με την αποστολή τότε της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ελλάδα και την Τουρκία. Τον όρο αυτό θα αναλάβει να συγκεκριμενοποιήσει τελικά ο τότε Υπουργός Αναπληρωτής Εξωτερικών αρμόδιος για τις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις Γιάννης Καψής συμφωνώντας σε διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των ΗΠΑ, στην αναλογία 7 προς 10 για τα προβλεπόμενα ποσά βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα.
Αξιώματα από την θεωρία των παιγνίων εφήρμοζε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην λήψη αποφάσεων και στην άσκηση της Εξωτερικής πολιτικής. Ο Παπανδρέου εφήρμοζε πρώτα τα παίγνια μηδενικού αθροίσματος ( zero sum game) που του επέτρεπαν να διαπιστώσει τις δυνάμεις του αντιπάλου αλλά και απέκλειαν τον χαρακτηρισμό του ιδίου ως ενδοτικού. Μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος περνούσε στην εφαρμογή των παιγνίων μεταβλητού αθροίσματος ( variable sum game) και μετά από συνομιλίες και διαπραγματεύσεις αποδεχόταν την σύναψη συμφωνιών που περιελάμβαναν σχετικά οφέλη και για τις δύο πλευρές. Τα δύο σχετικά παραδείγματα είναι οι σχέσεις με την Τουρκία, οι οποίες μετά από μακρά περίοδο εντάσεων με αποκορύφωμα την κρίση του Μαρτίου το 1987 λόγω της Τουρκικής προκλητικότητας και των παράλογων Τουρκικών απαιτήσεων στις οποίες ο Παπανδρέου αντιστάθηκε με σθένος, κατέληξαν στην σύνοδο κορυφής στο Νταβός και την συμφωνία ανάμεσα στον Ανδρέα Παπανδρέου και τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ και οι σχέσεις με τα Σκόπια, στα οποία αφού είχε επιβάλλει embargo που διήρκεσε δύο χρόνια , προσέφερε την Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία όπως είναι γνωστό μεταξύ άλλων,επέτρεπε την είσοδο των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς με το όνομα FYROM, θέτοντας έτσι τέλος στην κρίση εκείνης της περιόδου.
Εξετάζοντας συνολικά την εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, ανακαλύπτει κανείς θέσεις και ενέργειες με τις οποίες μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Ένα όμως θέμα είναι υπεράνω μιας τέτοιας συζήτησης : ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου προσπάθησε να αναβαθμίσει τον ρόλο της Ελλάδας διεθνώς, να επιτύχει μέσα από νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις αντιμετώπιση νέων για την εποχή διεθνών προκλήσεων και να διασφαλίσει την προστασία των εθνικών συμφερόντων.