Του Γιώργου Δημητρακόπουλου
Η επίσκεψη της Γερμανίδας Καγκελαρίου Α. Μέρκελ στην Αθήνα , που πραγματοποιείται σήμερα, έχει συνδεθεί τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ελλάδα, με το μέλλον της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία, όπως είναι πλέον επιβεβαιωμένο και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό στη χθεσινή εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη του στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN και την Έλλη Στάη, σύντομα θα κατατεθεί στη Βουλή για ψήφιση.
Η επιμονή της κυρίας Μέρκελ για την θετική ψήφο στην Συμφωνία αυτή ,πηγάζει αφενός από την ανησυχία της για τις μελλοντικές εξελίξεις στα Βαλκάνια , ιδιαίτερα, αν ενδεχόμενη καταψήφιση της Συμφωνίας στη Βουλή των Ελλήνων, έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των αποσταθεροποιητικών τάσεων στη γειτονική χώρα, αφετέρου από το βάρος παλαιότερων επιλογών της χώρας της σχετικά με την ακολουθητέα πολιτική στην πάντα ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων.
Αν και η Γερμανίδα Καγκελάριος δεν φαίνεται να έχει λόγο να αμφισβητεί τις όποιες διαβεβαιώσεις έχει λάβει από τον Πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα σχετικά με την «ύπαρξη» των 151 ψήφων που εξασφαλίζουν την κύρωση της Συμφωνίας , προφανώς θεωρεί ότι λόγω των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καλόν θα είναι η Συμφωνία να στηριχθεί και με τις ψήφους της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ώστε να μην είναι δυνατή , σε πολιτικό πια επίπεδο, η αμφισβήτηση του κύρους της. Εξ’ ου και τα όσα γράφτηκαν, για τις συνομιλίες της με τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος πέραν της κυρίας Μέρκελ θα έχει να αντιμετωπίσει και τον ηγέτη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος κύριο Μ. Βέμπερ, ο οποίος με δηλώσεις του στο δίκτυο euractive.com, τάχθηκε υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι επισήμως η Αντιπολίτευση δεν είναι απαραίτητη για την αποδοχή ενός συμβιβασμού.
Με δεδομένο ότι , όπως άλλωστε είναι γνωστό, η ψήφιση και θέση σε ισχύ της Συμφωνίας των Πρεσπών, έχει συνδεθεί με την σταθερότητα στην περιοχή των Βαλκανίων, η κυρία Μέρκελ , που ανεξάρτητα από τις μάλλον αντιλαϊκές απόψεις της, κυρίως στα θέματα της Ευρωπαϊκής Οικονομίας , θεωρείται πεπειραμένη πολιτικός, στηρίζει την Συμφωνία των Πρεσπών και γιατί προφανώς , όπως η πολιτική σταδιοδρομία της πλησιάζει στο τέλος, δεν επιθυμεί να χρεωθεί αρνητική κριτική για Γερμανική πολιτική αποσταθεροποίησης στα Βαλκάνια, όπως είχε συμβεί την δεκαετία του ’90, με τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας και κυβερνητικό εταίρο στην Κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών, Χάνς Ντίριεχ Γκένσερ, η επιμονή του οποίου στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς για την άμεση αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Κροατίας και της Σλοβενίας είχε ανοίξει τον «ασκό του Αιόλου» στην περιοχή με τις γνωστές εξελίξεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται φυσικά και το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων.
Όμως πέραν αυτών η Γερμανίδα Καγκελάριος, βρίσκεται σε ότι αφορά τις σχέσεις της χώρας της με την Ρωσία και τις ΗΠΑ, ανάμεσα στη «Σκύλα» και τη «Χάρυβδη», αφού από τη μία πλευρά είναι υποχρεωμένη να διατηρεί καλές σχέσεις με την Ρωσία λόγω της εξάρτησης της χώρας της από τις Ρωσικές πηγές ενέργειας , και από την άλλη, πρέπει να μην διαταράσσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, ώστε να αποφεύγονται εμπορικές κυρίως συγκρούσεις μεταξύ των δύο.
Ως εκ τούτου στηρίζει τη Συμφωνία, αν και γνωρίζει την Ρωσική αντίθεση σε αυτήν, αφενός διότι δεν θα ήθελε να χρεωθεί αντιευρωπαϊκή και αντινατοϊκή στάση , αφού η κύρωση της Συμφωνίας είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο των Σκοπίων πρώτα στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφετέρου διότι με τον τρόπο αυτό κρατά τις ισορροπίες με τις ΗΠΑ η θέση των οποίων για την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ είναι γνωστή.