AllTimeClassic
Η σύναψη και κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών,που θεωρήθηκε ότι έθεσε τέλος στην διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την FYROM (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) για το επίσημο όνομα της δεύτερης ως Βόρεια Μακεδονία, αποτελεί πλέον ένα σημαντικό προηγούμενο για την αντιμετώπιση διαφορών μεταξύ κρατών, σχετικά με το περιεχόμενο της, αλλά και με την διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε μέχρι οι δύο πλευρές να καταλήξουν στη Συμφωνία, μετά από επαφές και πολύωρες συνομιλίες και στη συνέχεια να γίνει η κύρωσή της από τα Κοινοβούλια των δύο χωρών,παρά τις ένθεν κακείθεν σφοδρές αντιδράσεις.
Αυτό το προηγούμενο , φαίνεται να «καθοδηγεί» διεθνείς κυρίως κύκλους που θεωρούν ότι η στιγμή είναι πλέον καταλληλότερη από ποτέ για την προώθηση λύσεων και σε άλλες περιπτώσεις με πρώτη και σπουδαιότερη φυσικά την επίλυση του Κυπριακού. Αυτό τουλάχιστον διαφαίνεται και από τις αγορεύσεις των Μονίμων Αντιπροσώπων των χωρών που είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία , η Κίνα και η Μεγάλη Βρετανία, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο Συμβούλιο για την παράταση της παρουσίας της Ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών (UNFICYP) στην Κύπρο.
Αν και από διαφορετικές αφετηρίες ορμώμενοι και με σχετικά διαφορετικού περιεχομένου παρεμβάσεις, οι Μόνιμοι Αντιπρόσωποι Τζόναθαν Κοέν των ΗΠΑ, Τζόναθαν Άλεν της Μεγάλης Βρετανίας, Βασίλι Νεμπένζια της Ρωσίας και Μα Ζαοχού της Κίνας, φάνηκε να έχουν την ίδια άποψη , πέρα από την ανάγκη παράτασης της θητείας της UNFICYP και για την ανάγκη επανέναρξης των συνομιλιών ανάμεσα στον Πρόεδρο της Κύπρου και τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων με στόχο να βρεθεί μια μόνιμη και διαρκής λύση του Κυπριακού.
Ο Αμερικανός Μόνιμος Αντιπρόσωπος μάλιστα, αφού εξήγησε ότι οι ΗΠΑ δεν θα υποστηρίζουν πλέον την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης σε περιοχές όπου οι πολιτικές διαδικασίες για την αντιμετώπιση των υπαρχουσών διαφορών είναι αποτελματωμένες, υπονοώντας προφανώς ότι αν δεν ενεργοποιηθούν οι συνομιλίες στην Κύπρο, οι ΗΠΑ δεν θα συμφωνήσουν ξανά στην παράταση της θητείας της ειρηνευτικής δύναμης, επανέλαβε και την πάγια θέση της χώρας του για την επανένωση της Κύπρου ως διζωνικής,δικοινοτικής ομοσπονδίας προς όφελος όλων των Κυπρίων, τονίζοντας ,παράλληλα ότι για να διατηρηθεί η ειρήνη, οι ηγέτες πρέπει να επιδείξουν το πολιτικό θάρρος και τη θέληση να διαπραγματευτούν με καλή πίστη και αίσθηση επείγουσας ανάγκης, στέλνοντας με τον τρόπο αυτό το μήνυμα της Αμερικανικής Κυβέρνησης και προς την Ελλάδα και προς την Τουρκία και προς την Κύπρο.
Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η εκτεταμένη αυτή τη φορά συζήτηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την παράταση της θητείας της UNFICYP, δεν οφείλεται μόνο σε μία διαφωνία ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ σχετικά με το ζήτημα της αξιολόγησης της απόδοσης των ειρηνευτικών δυνάμεων, αλλά κυρίως και στο γεγονός ότι τις επόμενες ημέρες ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας κύριος Αλέξης Τσίπρας,θα επισκεφθεί την Τουρκία και θα έχει συνομιλίες με τον Τούρκο Πρόεδρο κύριο Ταγίπ Ερντογάν στη διάρκεια των οποίων θα συζητηθεί φυσικά και το Κυπριακό. Και βέβαια πολλοί θα ήθελαν το αποτέλεσμα των συνομιλιών αυτών να είναι αυτή τη φορά ανάλογο του αποτελέσματος των συνομιλιών Τσίπρα-Ζάεφ και να υπάρξει μία θεαματική εξέλιξη και σε ότι αφορά στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις και σε ότι αφορά το Κυπριακό.
Αν και όπως λέει ο σοφός λαός «Η Ελπίδα Πεθαίνει Τελευταία» και αν και στην πολιτική όλα είναι πιθανά, οι ενδείξεις που υπάρχουν αυτή τη στιγμή δεν επιτρέπουν αισιοδοξία από τη πλευρά τους, τουλάχιστον σε ότι αφορά την ουσία και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού. Όχι γιατί λείπει το θάρρος και η πολιτική βούληση από τον κύριο Τσίπρα και τον κύριο Αναστασιάδη, αλλά γιατί πέρα από την διαφορετική φύση ,σε σχέση με το ζήτημα των Σκοπίων των θεμάτων και των προβλημάτων που συνιστούν τις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, ο Πρόεδρος της Τουρκίας δεν δείχνει, προς το παρόν τουλάχιστον να επείγεται για λύσεις. Μάλλον επιθυμεί να κερδίσει χρόνο, ώστε να συνδέσει την επίλυση και των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και του Κυπριακού με την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία μεταξύ άλλων υποχρέωνε την Τουρκία να παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα και αξίωση για την Κύπρο θέλοντας με τον τρόπο αυτό να διαγράψει μία ακόμη ταπεινωτική, όπως ο ίδιος πιστεύει, για την Τουρκία αναφορά και απαίτηση της τότε Δύσης .
Και βέβαια στο βάθος βρίσκεται και η επιμονή, για την συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Νοτιανατολικής Μεσογείου, που ως ένα μεγάλο βαθμό υπαγορεύει τις Τουρκικές θέσεις και εμμονές. Οι απαντήσεις στους προβληματισμούς αυτούς θα δοθούν σύντομα.