16 Δεκεμβρίου ο χορός του Ζαλόγγου μια μέρα που στιγμάτισε την Ελληνική ιστορία για πάντα.Δημοσιεύτηκε Στις


Φωτογραφία: Οι Σουλιώτισσες έργο του Ary Scheffer (1827)΅Wikipedia

Της Μαρίνας Μπαμπαλιάρη

Οι περήφανοι Σουλιώτες χορεύουν το χορό του Ζαλόγγου και πέφτουν αγκαλιά με τα παιδιά τους στο γκρεμό για να μην παραδοθούν στους Τούρκους, ήταν 16 Δεκεμβρίου του 1803 μια μέρα που στιγμάτισε την Ελληνική ιστορία για πάντα. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως είναι μύθος, καθώς η πράξη αυτή,η εικόνα του χορού του Ζαλόγγου με τις όμορφες και περήφανες Σουλιώτισσες να στέκονται στην κορυφή του όρους Ζάλογγο και να πέφτουν στον γκρεμό χορεύοντας και τραγουδώντας μαζί με τα παιδιά τους,είναι συγκλονιστική. Και όμως υπάρχει μια και μοναδική μαρτυρία για το Χορό του Ζαλόγγου, η οποία προέρχεται από τον αξιωματικό του Αλή πασά, Σουλεϊμάν αγά, Τουρκαλβανό , αυτόπτη μάρτυρα του περιστατικού.

Το αφηγήθηκε στον εξισλαμισμένο Γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι, ο οποίος το κατέγραψε στο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1828, με τις αναμνήσεις του από την Αυλή του Αλή Πασά. Γράφει λοιπόν ο Μανσούρ στο βιβλίο του , οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και οι αγωνία τού θανάτου τόνιζε το ρυθμό του… Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μία διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλος της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους».

Ο Αλή Πασάς ξεκίνησε την πολιορκία του Σουλίου στα τέλη του 1803, όταν αποφάσισε να τελειώσει για πάντα με τους ” ατίθασους” Σουλιώτες, τους ανυπότακτους ορεσίβιους Θεσπρωτούς, που του δημιουργούσαν προβλήματα στην Ήπειρο. Τους πολιόρκησε στενά και τους εξανάγκασε να συνθηκολογήσουν,αθετώντας το λόγο του και τους όρους της συνθήκης της 12ης Δεκεμβρίου 1803 . Βασικός όρος της συμφωνίας, που δεν τηρήθηκε βέβαια, ήταν να εκκενώσουν τα χωριά τους συν γυναιξί και τέκνοις. Στις 16 Δεκεμβρίου οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες και άφησαν πίσω τους τη γη των προγόνων τους.

Μόνο ο καλόγερος Σαμουήλ παρέμεινε στο Κούγκι με πέντε Σουλιώτες και μόλις πλησίασαν οι Τουρκοαλβανοί έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της Μονής του Αγίου Αθανασίου, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει πολλούς στο θάνατο. Ο Αλή Πασάς θεώρησε το γεγονός πρόκληση και ζήτησε εκδίκηση.

Η πρώτη φάλαγγα με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε στην Πάργα ασφαλής και από εκεί κατευθύνθηκε στην Κέρκυρα.

Η δεύτερη φάλαγγα υπό τους Μποτσαραίους με κατεύθυνση τα Άγραφα, χτυπήθηκε από τον Αλή στη Μονή του Σέλτσου (20 Απριλίου 1804), με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλά θύματα.

Η τρίτη φάλαγγα δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο (16 Δεκεμβρίου 1803) από πολυάριθμο σώμα Τουρκαλβανών με αρχηγούς τους Μπεκίρ Τζογαδούρο, Άγο Μουχουρδάρη και Μέτζο Μπόνο. Κατά τη διάρκεια της σφοδρής σύγκρουσης που ακολούθησε, μία ομάδα Σουλιωτών εγκλωβίστηκε από τον εχθρό.

‘Ηταν 22 με 57 Σουλιώτισσες, που έπεσαν στον γκρεμό,ο αριθμός ποικίλλει,ανάμεσά τους ήταν και η κόρη του Νώτη Μπότσαρη, η οποία μετέφερε στους ώμους της, την τραυματισμένη μητέρα της και βλέποντας ότι κινδυνεύουν να συλληφθούν και να ατιμαστούν , έριξε τη μητέρα της από έναν βράχο στον ποταμό Αχελώο και έπεσε και η ίδια. Μια άλλη Σουλιώτισσα που ξεχωρίζει είναι η Μόσχω Τζαβέλα, που το όνομά της πέρασε στην ιστορία μέσα από το  δημοτικό τραγούδι κι από εκεί στην αιωνιότητα. Σύζυγος του γνωστού οπλαρχηγού Λάμπρου Τζαβέλα, κατέχει επάξια τον τίτλο της «γυναίκας του Σουλίου» καθώς ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη ηρωίδα του Σουλίου. Η τύχη της επιφύλασσε να παραδώσει με βαριά καρδιά στα χέρια του αιμοβόρου Αλή Πασά, τον πρωτότοκο γιο της Φώτο, για θυσία, και έβαλε πάνω από τον ίδιο της το γιο την αγάπη της για την πατρίδα. «Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλίου και σα γλιτώσει το Σούλι γλιτώνει και το παιδί μου», είπε χαρακτηριστικά στον πασά.

Φωτογραφία: Το μνημείο στο ηρωικό Σούλι

Η περηφάνια των Σουλιωτών φαίνεται στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι, το οποίο εξισώνει τις Σουλιώτισσες με τους κορυφαίους άνδρες αγωνιστές:

«Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά

κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά».

Ο Γιάκοπ Μπαρτόλντι  γνωστός Πρώσος διπλωμάτης και περιηγητής, ουσιαστικά είναι ο πρώτος που κατέγραψε το γεγονός μεταξύ 1803 και 1804, ευρισκόμενος στα Ιωάννινα, με μια περιληπτική αναφορά του στο γεγονός, η οποία κρίνεται ως αντικειμενική, γιατί όπως είναι γνωστό δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός προς τους Έλληνες, ούτε όμως και με τον Αλή Πασά, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να τονίσει τη γενναιότητα των Σουλιωτών, αλλά και την αγριότητα των τμημάτων του Αλή Πασά.

Στην αναφορά του εκείνη στο έργο του Ταξίδιον εις την Ελλάδα του 1803 – 1804, το οποίο δημοσιεύτηκε στη γερμανική το 1805, και σε γαλλική μετάφραση το 1807, μιλά για «39» γυναίκες που «γκρεμίστηκαν», με τα παιδιά τους χωρίς να ξεκαθαρίζει αν ήταν αυτοκτονία, ή θηριωδία και σημειώνει:«Καμιά εκατοστή απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν».

Ο Χριστόφορος Περραιβός (1773 – 1863)  γνωστός αγωνιστής του 1821 και απομνημονευματογράφος,  είναι ο πρώτος ‘Ελληνας συγγραφέας, που αναφέρεται στο Χορό του Ζαλόγγου στη δεύτερη έκδοση της «Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας» του 1815  η οποία τυπώθηκε στη Βενετία και αποτελεί την πρώτη ουσιαστικά ελληνική πηγή του γεγονότος.

Σύμφωνα με αυτή , όταν τα στρατεύματα του Αλή απέτυχαν και αυτή την φορά να αιχμαλωτίσουν τους Σουλιώτες που όδευαν προς την Πάργα, και παρά τις συνομολογήσεις που είχαν κάνει μαζί τους, αφού ξεκουράστηκαν επί τριήμερο, επιτέθηκαν ξαφνικά στο Ζάλογγο όπου διαβιούσαν όσοι Σουλιώτες είχαν συνθηκολογήσει νωρίτερα με τον Αλή Πασά, αναφέροντας σχετικά «τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιος Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ’ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν’ αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού».

Εργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, “Ο Χορός του Ζαλόγγου 1929 Μουσείο Θεόφιλου, Βαρειά Μυτιλήνης

Σε αυτή την πρώτη ελληνική καταγραφή του τραγικού περιστατικού καταγράφεται ο αριθμός των γυναικών, «έως 60», αλλά και ότι «εσυμβουλεύθησαν», δηλαδή  μετά από συμβούλιο αποφάσισαν πλέον συνειδητά να σκοτώσουν τα βρέφη και στη συνέχεια να αυτοκτονήσουν. Εδώ αναφέρεται πρώτη φορά ο «χορός»,αλλά δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία. Ενώ γίνεται και αναφορά στην προδοσία που είχε σημειωθεί, για την οποία οι προδότες αναγνωρίζουν πλέον το σφάλμα τους, και πολεμάνε γενναία,  όμως όπως αποδείχθηκε τα γυναικόπαιδα πλήρωσαν δυστυχώς την προδοσία. Για κάποιο λόγο που ακόμη δεν είναι γνωστός στην επόμενη έκδοση του έργου αυτού, το 1857, απαλείφθηκε το περιστατικό της προδοσίας καθώς και η λεπτομέρεια του χορού, και η αναφορά στο γεγονός είναι πλέον ψυχρή απαλλαγμένη από συναισθηματικά στοιχεία.

Εργο από την Ιστορία του Ελληνικού ‘Εθνους

Στη συνέχεια ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός 21 χρόνια μετά την τραγωδία του Ζαλόγγου στο ποίημα που έγραψε με τίτλο “Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάιρον” αφιερώνει 5 τετράστιχα στο χορό του Ζαλόγγου (101-105) και είναι τα εξής:

Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸ μέρος

τοῦ Τσαλόγγου τὸ ἀκρινὸ

τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως
καὶ τὲς ἔμπνευσε χορό.

Τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές*.
(*Εννοεί τα παιδιά που οι γυναίκες είχαν μέσα στην κοιλιά)

Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν
ἀπὸ πάνου ἔλειπε μιά.

Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχά,
ὁποῦ ἔκαναν μὲ τὴν κάρα,
μὲ τὰ στήθια, στὰ γκρεμά.

Στὰ ἴδια ὄρη ἐγεννηθῆκαν
καὶ τὰ ἀδάμαστα παιδιά,
ποὺ τὴν σήμερο ἐχυθῆκαν
πάντα οἱ πρῶτοι στὴ φωτιά.

Ο Σολωμός βρήκε όλες τις πληροφορίες από τους Σουλιώτες και Σουλιώτισσες που διέφυγαν και είχαν κατακλύσει τα Επτάνησα μετά το 1803. Ο Αλή Πασάς φονεύθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1822 και οι λίγοι Σουλιώτες που είχαν διασωθεί συνέχισαν να μάχονται τους Τούρκους υπό τον Μάρκο Μπότσαρη.

Μετά τη συντριβή των επαναστατημένων Ελλήνων στη Μάχη του Πέτα στις 4 Ιουλίου του 1822, αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν στις 28 Ιουλίου και να εγκαταλείψουν και πάλι το Σούλι στις 2 Σεπτεμβρίου 1822. Έκτοτε διασκορπίστηκαν στον ελληνικό χώρο και προσέφεραν τις πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα. Στο τέλος της Ελληνικής Επανάστασης μόλις 200 Σουλιώτες είχαν επιζήσει.

Από τα 11 χωριά του Σουλίου, μόνο η Σαμονίβα κατοικείται σήμερα, από ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με τους Σουλιώτες και σώζονται τα ερείπια του Κουγκίου και του φρουρίου της Κιάφας.

Η μοναδική αυτή πράξη,η αυτοθυσία των Σουλιωτών “εν χορώ” στον γκρεμό προκειμένου να μην ατιμαστούν από τους Τουρκαλβανούς, τον αιώνιο εχθρό τους ,είναι και πρέπει να είναι αξεπέραστη, γιατί η εθνική μας συνείδηση πρέπει να στηρίζεται σε τέτοιους ιστορικούς πυλώνες,στο αδούλωτο και περήφανο Σούλι, ιδιαίτερα σήμερα που γίνεται συστηματική προσπάθεια να ξεχάσουμε τις ιστορικές και πνευματικές μας ρίζες.